Ο δρόμος προς τις εκλογές της 25ης Ιουνίου δεν είναι μακρύς. Αν όμως αναζητούσε κανείς τη βασική του ιδιαιτερότητα, θα την εντόπιζε στο γεγονός πως ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ εκκινούν από διαμετρικά αντίθετα σημεία εκκίνησης, τα οποία ορίστηκαν από το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης.
Το σημείο εκκίνησης της ΝΔ είναι ένας εκλογικός θρίαμβος. Εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ μια εκλογική πανωλεθρία. Κι είναι αυτό ακριβώς που εξηγεί γιατί το ενδιαφέρον, τουλάχιστον στην αφετηρία, δεν στρέφεται πουθενά τόσο πολύ όσο στη διαχείριση μιας συναισθηματικής κατάστασης.
Στην ευφορία, την αλαζονεία ή την οίηση που μπορεί να πυροδοτήσει μια σαρωτική νίκη. Ή, από την άλλη πλευρά, στην εσωστρέφεια, την γκρίνια ή την παραίτηση που μπορεί να προκαλέσει μια ταπεινωτική ήττα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη του μετεκλογική συνέντευξη ο Κ.Μητσοτάκης άσκησε κριτική σε στελέχη του κόμματός του που, παρασυρμένα από ένα υπερχειλίζον συναίσθημα, διάβασαν το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου ως διαβατήριο και λευκή επιταγή παντοδυναμίας.
Ο ίδιος μάλιστα δεν περιορίστηκε σε αυτήν την άσκηση αυτοκριτικής, αλλά εξήγγειλε περίπου ένα παρατηρητήριο εκλογικής συμπεριφοράς των στελεχών του κόμματός του από την οποία θα κριθεί ακόμη και η υποψηφιότητά τους.
Στο ίδιο πλαίσιο, αποκτά ένα επιπλέον ενδιαφέρον η σημερινή ομιλία του Α.Τσίπρα στην Κεντρική Επιτροπή του δικού του κόμματος. Και αποκτά επειδή οι πρώτες ασκήσεις αυτοκριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ είτε προκάλεσαν μίνι εμφυλίους ή ήταν μόνο κατ’ επίφαση τέτοιες.
Δεν συνιστά ασφαλώς αυτοκριτική η αντίληψη ότι για την ήττα φταίνε το ΠΑΣΟΚ, τα μέσα ενημέρωσης ή οι ψηφοφόροι που δεν κατάλαβαν. Ούτε μπορεί να προκαλεί συναισθήματα αηδίας, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, η άποψη ότι μια ήττα τέτοιου μεγέθους ανοίγει εξορισμού το παιχνίδι της διαδοχής στην ηγεσία του κόμματος.
Είναι, εν τέλει, αυτή η ιδιαιτερότητα των εκλογών της 25ης Ιουνίου. Για νικητές και ηττημένους, οι δεύτερες κάλπες είναι μια υπόθεση συναισθηματικής νοημοσύνης.