Αποστολή, Κάννες
Δύο ημέρες πριν από την λήξη του 76ου Φεστιβάλ Καννών (τα βραβεία απονέμονται το Σάββατο το απόγευμα), τρία πρόσωπα που έχουν ισχυρούς δεσμούς με το φεστιβάλ βρέθηκαν στην κορυφή της επικαιρότητας παρουσιάζοντας πολύ αξιόλογες ταινίες. Μάλιστα, όλοι τους είναι βραβευμένοι με τον Χρυσό Φοίνικα και όλοι τους φαίνεται ότι έχουν πολλά ακόμα να δώσουν. Ο Βρετανός Κεν Λόουτς με την «Παλιά βελανιδιά», ο Γερμανός Βιμ Βέντερς με τις «Τέλειες μέρες» και ο Ιταλός Νάνι Μορέτι με το «Καλύτερο αύριο». Τρεις ταινίες των οποίων κοινό σημείο είναι ότι κοιτάζουν με χαμόγελο τους δύσκολους καιρούς μας και δηλώνουν, ξεκάθαρα, αισιοδοξία για το μέλλον.
Καθαρίζοντας τουαλέτες στο Τόκιο
Στον πυρήνα της ταινίας «Perfect days» (Τέλειες μέρες) του Βιμ Βέντερς (Χρυσός Φοίνικας το 1984 για την ταινία «Παρίσι Τέξας»), βρίσκεται ένας πολύ εργατικός και πολύ μοναχικός καθαριστής δημόσιων τουαλετών του Τόκιο, ο οποίος ναι μεν δεν μιλάει πολύ, αλλά έχει έναν πλούσιο εσωτερικό κόσμο γεμάτο ευαισθησίες. Στα διαλείμματά του φωτογραφίζει με μια παλιά Olympus (και φιλμ) κάθε μέρα ένα δέντρο που θεωρεί φίλο του. Στο αυτοκίνητό του ακούει από κασέτες τραγούδια όπως το Perfect Day του Λου Ριντ, ή το The House of the Rising Sun των Animals. Στο λιτό του σπίτι θα βρεις βιβλία του Γουίλιαμ Φόκνερ και της Πατρίσια Χάισμιθ.
Μα ποιος είναι τελικά αυτός ο άνθρωπος που φαίνεται να χαίρεται με την καθημερινή ρουτίνα του (καθαρίζει τις τουαλέτες με πραγματικό πάθος) ακόμα και όταν αυτή ενίοτε διαταράσσεται από την ευπρόσδεκτη παρουσία νέων ανθρώπων γύρω του; Μέσα από αυτή την απλούστατη μελέτη χαρακτήρα, ο Βέντερς μοιάζει να νοσταλγεί τις καλύτερες μέρες που κάποτε ζούσε όλος ο κόσμος αλλά και να ελπίζει για τις καλύτερες μέρες που ίσως κάποια στιγμή έρθουν. Ζεστή και ανθρώπινη η ταινία αυτή έχει καλές πιθανότητες για κάποιο βραβείο. Εμείς θα της δίναμε ολόψυχα το βραβείο ανδρικής ερμηνείας: ο Κότζι Γιακούσο που παίζει τον καθαριστή κρατά στην κυριολεξία όλη την ταινία πάνω του.
Η βελανιδιά του Λόουτς
Στην περίπτωση του Κεν Λόουτς ο τίτλος «The Old Oak» αναφέρεται στην ρημαγμένη παμπ μιας εξίσου ρημαγμένης πόλης ανθρακωρύχων της Αγγλίας, εκεί όπου ο Βρετανός σκηνοθέτης με την συμβολή του μόνιμου συνεργάτη του, Πολ Λάβερτι, θα προσπαθήσει να καλλιεργήσει την έννοια της ελπίδας και της αλληλεγγύης ακόμα και όταν στην πόλη έρχεται ένα μικρό κύμα μεταναστών από την Συρία.
Πρόσωπο κλειδί στην ιστορία ο ιδιοκτήτης της παμπ (Ντέιβ Τέρνερ) ένας μοναχικός ευαίσθητος άνθρωπος που έχει κι αυτός περάσει πολλά στην ζωή του αλλά θυμάται πάντα την ατάκα που του έλεγε η μητέρα του: «Όταν τρώμε μαζί, είμαστε μαζί». Μελαγχολική, ρεαλιστική και πάνω από όλα βαθιά ανθρώπινη, η τελευταία ταινία του δις βραβευμένου με τον Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτη (για τις ταινίες «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» και «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ») σε αφήνει στο τέλος με ένα σφίξιμο στο στομάχι αλλά και με την σκέψη ότι τα πράγματα, κάποτε, ίσως αλλάξουν προς το καλύτερο.
Μορέτι εναντίον… ΝΕΤFLIX
Χρησιμοποιώντας ως εργαλείο του το ίδιο το μέσον του κινηματογράφου ο Νάνι Μορέτι στην ταινία «Il sol dell’ avvenire» (Ένα καλύτερο αύριο), θέλησε να σχολιάσει θέματα των καιρών μας σε συνάρτηση με το ένδοξο παρελθόν. Υποδυόμενος ουσιαστικά τον εαυτό του, ο Μορέτι παίζει έναν σκηνοθέτη ο οποίος δεν μπορεί να προσαρμοστεί με τις νέες απαιτήσεις του κινηματογράφου ενώ προσπαθεί να γυρίσει μια ταινία για τον κομμουνισμό στην Ιταλία με φόντο την εισβολή των Σοβιετικών στην Βουδαπέστη το 1956. «Γυρίζεις ταινίες που δεν θέλει κανείς να δει» του λένε ,όμως αυτός δεν το βάζει κάτω παρότι βρίσκεται ανάμεσα σε νέους συνεργάτες που δεν γνωρίζουν καν ότι υπήρχαν κάποτε κομμουνιστές στην Ιταλία (αφού τους συνδέουν μόνο με την… Σοβιετική Ενωση).
Προφανώς, το χιούμορ, εδώ, είναι ο άσος στο μανίκι του Μορέτι και το μοιράζει άπλετα, όπως μοιράζει την ταινία ανάμεσα στην πραγματική ζωή του σκηνοθέτη (γεμάτη προβλήματα φυσικά) και την ταινία που γυρίζεται …μέσα στην ταινία. Μόνο και μόνο η σκηνή όπου βλέπουμε τον Μορέτι να προσπαθεί να κουβεντιάσει με… εκπροσώπους του NETFLIX (που μιλούν μια άγνωστη για αυτό γλώσσα), αρκεί για να παρακολουθήσει κανείς όλη την ταινία που βρίσκεται που όπως και οι δύο προαναφερθείσες θα διανεμηθεί αργότερα στην Ελλάδα.
Γαλλική κουζίνα
Τέλος, στον αντίποδα του «Club Zero» της Τζέσικα Χάουσνερ, ένα από τα θέματα του οποίου είναι η χειραγώγηση μέσω της… αφαγίας, η ταινία «La passion de Dodin Bouffant» (Το πάθος του Ντοντέν Μπουφάν) που επίσης συμμετέχει στο διαγωνιστικό πρόγραμμα, είναι ίσως η απόλυτη γκουρμέ ταινία μυθοπλασίας στην ιστορία του σινεμά! Σχεδόν πλησιάζει το «Δείπνο της Μπαμπέτ» του Γκάμπριελ Αξελ! Οι λιχουδιές που κατασκευάζει ενώ υποδύεται μια έμπειρη μαγείρισσα της belle epoque η Ζιλιέτ Μπινός, έχουν κτηματογραφηθεί από τον σκηνοθέτη Τραν Αν Χουνγκ, κυριολεκτικά ως καλλιτεχνικό μάθημα μαγειρικής.
Αρκεί να πούμε ότι η ταινία διαδραματίζεται ως επί το πλείστον στην κουζίνα του σπιτιού και ότι υπάρχει μια σκηνή περίπου 25’ όπου βλέπουμε μόνο να μαγειρεύουν. Φυσικά, η κουζίνα από μόνη της δεν θα είχε καμία σημασία αν το ανθρώπινο στοιχείο έλειπε από την ιστορία και εκεί ακριβώς είναι που διαπρέπει ο Βιετναμέζος σκηνοθέτης ο οποίος έγινε διάσημος στη δεκαετία του 1990 με μια άλλη γκουρμέ (και όχι μόνο) ταινία, το «Αρωμα της πράσινης παπάγια». Γιατί το πάθος του τίτλου της ταινίας δεν είναι μόνο πάθος σχετικό με το καλό φαγητό αλλά το πάθος που η ίδια η μαγείρισσα προκαλεί στον άνθρωπο που επί 20 χρόνια υπηρετεί, έναν διάσημο gourmet (Μπενουά Μαζιμέλ) ο οποίος, την λατρεύει με έναν τρόπο εξωπραγματικό.