Στις εκλογές του 2019 οι πολίτες καταψήφισαν καθαρά μια κυβέρνηση. Στις εκλογές του 2023 απέρριψαν εκκωφαντικά μια αντιπολίτευση.
Η διαφορά φαντάζει κεφαλαιώδης και η επιλογή, τουλάχιστον ως προς το δεύτερο σκέλος της, ασυνήθιστη. Στις δημοκρατίες κρίνεται κατά κανόνα εκείνος που κυβερνά.
Δεν είναι όμως. Και δεν είναι επειδή εκείνο που απορρίφθηκε και στις δυο περιπτώσεις είναι κάτι περισσότερο από ένα κόμμα που εναλλάχθηκε στην εξουσία με ένα άλλο. Είναι ένα μοντέλο του πολιτεύεσθαι.
Είναι ένα μοντέλο διαρκούς σύγκρουσης με την πραγματικότητα, συστηματικής καχυποψίας, μόνιμης εχθροπάθειας, αλλά και ενός παιδαριώδους αντισυστημισμού.
Ταίριαξε ενδεχομένως στην εποχή των άκρων, όπως αυτή που έζησε η χώρα την περίοδο της χρεοκοπίας της.
Δεν είναι τυχαίο ωστόσο πως είχε αρχίσει να απορρίπτεται από τους πολίτες ήδη από το τέλος των «ψευδαισθήσεών» του και την υποτιθέμενη «συνθηκολόγησή» του. Ηδη, δηλαδή, από τις αρχές του 2016.
Σε αυτά τα επτά χρόνια η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με τρεις μείζονες απειλές. Μία εθνική που επιχειρήθηκε στα σύνορα του Εβρου. Μία υγειονομική που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού. Και μία ενεργειακή που γεννήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η περίοδος δεν ήταν ασφαλώς κανονική. Η κοινωνία, ωστόσο, δεν έπαψε να αναζητά μια υπόσχεση και μια διέξοδο κανονικότητας, την οποία σε αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει παρά μια αίσθηση διαχειριστικής επάρκειας.
Όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών, στον νικητή πιστώθηκε με συντριπτικά ποσοστά η διαχειριστική επάρκεια, δηλαδή οι κυβερνητικοί χειρισμοί στις κρίσεις.
Στον ηττημένο χρεώθηκε υπό τη μορφή συλλογικής αποδοκιμασίας η αντιπολίτευση στην κανονικότητα.
Αυτή η αντιπολίτευση διαφώνησε με την επέκταση του φράκτη στον Εβρο, φλέρταρε με τους αντιεμβολιαστές, υιοθέτησε ένα εκλογικό σύστημα, το οποίο δεν μπόρεσε να υποστηρίξει παρά μόνο με μερικά καινοφανή είδη κυβέρνησης, ενώ έφτασε να αμφισβητήσει την εκλογική διαδικασία και να επιχειρήσει να προσποριστεί τις ψήφους της πιο αποκρουστικής εκδοχής της Ακρας Δεξιάς.
Οι επιθέσεις στη μεσαία τάξη, τα συμπληρωματικά νομίσματα και η τοξικότητα στον δημόσιο λόγο έδειξαν πως, αν και σε πλήρη ασυγχρονισμό με τις επιθυμίες και τις αγωνίες της κοινωνίας, το μοντέλο του πολιτεύεσθαι δεν είχε αλλάξει.
Εχει αλλάξει όμως η εποχή. Διότι αυτή δεν είναι η εποχή των άκρων. Είναι η εποχή των κέντρων. Αυτή η εποχή εκφράστηκε στην κάλπη με τα ποσοστά της ΝΔ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ που φιλοδοξεί πλέον να επιστρέψει ως έτερος πόλος όχι απλώς του πολιτικού συστήματος αλλά της κανονικότητας.