Μετά το οβάλ γραφείο, ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα βρήκε μια θέση στη βιομηχανία του θεάματος. Συγκεκριμένα, το ζεύγος Ομπάμα έχει εδώ και κάποια χρόνια υπογράψει συμφωνία με το Netflix για την παραγωγή σειρών και ταινιών.
Η νέα σειρά του Netflix «Working: What we do all day» είναι εμπνευσμένη από το ομώνυμο βιβλίο του Studs Terkel, που δημοσιεύτηκε το 1974, με τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος βρίσκεται στο τιμόνι της σειράς, να αναφέρεται ήδη από νωρίς στο βιβλίο που όπως λέει ο ίδιος τον έχει επηρεάσει βαθιά.
Ταυτόχρονα, το «Working» είναι ένα είδος άτυπης συνέχειας του «American Factory», ενός ντοκιμαντέρ του 2020 για ένα πρώην εργοστάσιο της General Motors που εξαγοράστηκε από την κινέζικη εταιρία Fuyao, η οποία μείωσε τα πρότυπα ασφαλείας και τις αμοιβές, ενώ αντιστάθηκε σθεναρά στη συνδικαλιστική οργάνωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «American Factory» βράβευτηκε εκείνη τη χρονιά το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ.
Θέτοντας πολλά από τα ίδια ζητήματα σχετικά με την εξέλιξη της εργασίας και τη διάβρωση της μεσαίας τάξης, το «Working» μοιράζεται επίσης με τον προκάτοχό του τις ίδιες εγγενείς εντάσεις. Τη διαφορά κάνει βέβαια η παρουσία του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος είναι κάτι περισσότερο από ένα όνομα στους τίτλους – έχει ρόλο αφηγητή και αρκετά έμπρακτη συμμετοχή ακόμα και μπροστά από την κάμερα, επαναλαμβάνοντας τον διπλό ρόλο του από το «Higher Ground: Our Great National Parks».
Το «Working» ευθυγραμμίζεται με τον γενικότερο στόχο του πρώην αμερικανού προέδρου να επιφέρει αλλαγές μέσω της κουλτούρας και της ήπιας ισχύος μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο. Η σειρά προωθεί την ιδέα ότι η εργασία πρέπει πέρα από αξιοπρεπή διαβίωση να παρέχει και νόημα, τονίζοντας τη σημασία του να αισθάνεται κανείς ότι εκτιμάται και να έχει ευκαιρίες να αναπτυχθεί.
Σε σκηνοθεσία της Caroline Suh, το «Working» χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και τρεις βιομηχανίες. Ξεκινώντας από την εργασία παροχής υπηρεσιών, ανεβαίνει σκαλοπάτι-σκαλοπάτι την ταξική κλίμακα, περνώντας από τα μεσόβαθμα στελέχη, τους εργαζόμενους τεχνογνωσίας και, τέλος, τα διευθυντικά στελέχη.
Το «Working» απεικονίζει αυτές τις ιεραρχίες όχι μόνο σε ολόκληρη την οικονομία, αλλά και σε συγκεκριμένους χώρους εργασίας: ένα πρακτορείο οικιακών βοηθών στο νότιο Μισισιπή, ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη και μια τεχνολογική startup που ασχολείται με την αυτοματοποίηση φορτηγών μεγάλων αποστάσεων, με υποκαταστήματα στο Πίτσμπουργκ και τη Σίλικον Βάλεϊ. Φυσικά, για τους σκοπούς της σειράς, η έμφαση δίνεται κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι συνέπειες της προεδρικής θητείας του Ομπάμα στα θέματα που εξετάζονται στο «Working» όμως δεν αντιμετωπίζονται ρητά. Για παράδειγμα, οι δυσκολίες της εργασίας στον τομέα της κατ’ οίκον περίθαλψης στο Μισισιπή αποδίδεται εν μέρει στην άρνηση του Ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη να επεκτείνει το Medicaid, ένα βασικό συστατικό του Affordable Care Act του Ομπάμα. Ωστόσο, η σειρά δεν διερευνά εκτενώς τις πολιτικές του Ομπάμα και τα αποτελέσματά τους.
Επιπλέον, το γεγονός ότι την παραγωγή και τη διανομή της σειράς έχει αναλάβει το Netflix, το οποίο έχει γίνει στόχος επικρίσεων για τη συμβολή του στην αστάθεια της βιομηχανίας ψυχαγωγίας και την υπονόμευση της σταθερής απασχόλησης, εγείρει περαιτέρω ερωτήματα.
Συγχρόνως, η σειρά μερικές φορές υπεραπλουστεύει βαθιά και πολύπλοκα ιδεολογικά ζητήματα. Η κεντρώα προοπτική του Ομπάμα είναι εμφανής, καθώς αναγνωρίζει την εγγενή ιεραρχία στον καπιταλισμό, αλλά δεν διερευνά πλήρως εναλλακτικές προοπτικές ή δεν ασκεί κριτική στις εταιρικές ηγεσίες.