Ασκήσεις επί χάρτου για τις επόμενες κινήσεις στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων πραγματοποιούν αυτήν την περίοδο οι τράπεζες, σε συνέχεια της τελευταίας αύξησης των παρεμβατικών δεικτών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στις αρχές του μήνα, αλλά και ενόψει της επερχόμενης συνεδρίασης του διοικητικού της συμβουλίου για τη νομισματική πολιτική στα μέσα Ιουνίου.
Η αλήθεια είναι ότι από τον περασμένο Φεβρουάριο, μετά το μαζικό κύκλο ενίσχυσης των αποδόσεων στα προϊόντα προσυμφωνημένης διάρκειας από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, οι όροι διάθεσής τους παραμένουν αμετάβλητοι.
Το ετησιοποιημένο όφελος για ποσά από 20.000 έως 150.000 ευρώ φτάνει σήμερα έως και το 1,75% στα προγράμματα 12 – 24 μηνών στους συστημικούς ομίλους. Πρόκειται για το ήμισυ περίπου του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της Ευρωτράπεζας.
Η ανταπόκριση των καταθετών μετά τον τελευταίο ανοδικό γύρο στα επιτόκια ήταν σημαντική. Μόνο τον Μάρτιο οι καθαρές εισροές στους λογαριασμούς προθεσμίας από νοικοκυριά ξεπέρασαν τα 3,1 δισ. ευρώ, ενώ το πρώτο τρίμηνο έκλεισε με αύξηση των σχετικών υπολοίπων κατά 6,2 δισ. ευρώ.
Έτσι, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το μερίδιό τους στο σύνολο της καταθετικής βάσης διαμορφώθηκε στο 21% έναντι 17% στο β΄ εξάμηνο του 2022.
Τα νούμερα θα ήταν ακόμη υψηλότερα εάν ταυτόχρονα δεν είχε ενισχυθεί σημαντικά η ζήτηση για αμοιβαία κεφάλαια, στην αγορά των οποίων οι καθαρές νέες τοποθετήσεις προσέγγισαν το 1 δισ. ευρώ.
Οι επόμενες αυξήσεις
Όπως λένε τραπεζικές πηγές, οι μεταβολές αυτές καταδεικνύουν την όρεξη των καταθετών για τη δημιουργία εισοδήματος μέσω των αποταμιεύσεών τους, μετά από μία πολυετή περίοδο μηδενικών επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ.
Σημειώνουν δε πως αναπόφευκτα, καθώς οι κινήσεις της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, οι αποδόσεις το επόμενο διάστημα στις προθεσμιακές καταθέσεις θα κινηθούν ανοδικά.
Εκτιμούν ότι οι αναπροσαρμογές θα είναι της τάξης των 20 – 30 μονάδων βάσης από τα τρέχοντα επίπεδα. Το γεγονός αυτό κατά τους ίδιους, θα στρέψει περισσότερους καταθέτες στη λύση των προγραμμάτων προσυμφωνημένης διάρκειας, διαμορφώνοντας το ποσοστό τους στο 40% – 45% έως το τέλος του 2023.
Πρόκειται για μία εξέλιξη που θα επιβαρύνει τα αποτελέσματα των τραπεζών, λόγω της αύξησης των εξόδων για τόκους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες γενικές διευθύνσεις τους έχουν ξεκινήσει τους τελευταίους μήνες καμπάνιες για την προώθηση εναλλακτικών προϊόντων, τα οποία μπορούν να προσφέρουν δυνητικά καλύτερη ανταμοιβή, με χαμηλό ρίσκο.
Οι εναλλακτικές
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια με διανομή μερίσματος, μέσω των οποίων οι αποταμιευτές μπορούν να πετύχουν ετησιοποιημένες αποδόσεις ακόμη και άνω του 8% σε ένα μετριοπαθές σενάριο.
Με τα προγράμματα αυτά ο επενδυτής αποκτά πρόσβαση σε ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο ομολογιακών τίτλων, που στην τρέχουσα συγκυρία προσφέρουν κουπόνια της τάξης του 3% – 4% κατά μέσο όρο.
Σε βάθος 5ετίας μπορεί να επωφεληθεί όχι μόνο από τα τοκομερίδια που θα εισπραχθούν, αλλά και από κεφαλαιακά κέρδη.
Κι αυτό διότι εφόσον η χώρα επιστρέψει σε επενδυτική βαθμίδα τους επόμενους μήνες και ξεκινήσει κάποια στιγμή εντός του 2024 η αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, οι τιμές των τίτλων θα ενισχυθούν.
Σημειώνεται πάντως ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα ενδείκνυνται για διακράτηση τουλάχιστον 3 ετών.
Η πιο συντηρητική επιλογή
Εναλλακτικά, για όσους δεν θέλουν να αναλάβουν αυτό το ρίσκο, διατίθενται αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς, τα οποία επενδύουν κυρίως σε βραχυπρόθεσμους τίτλους του ελληνικού δημοσίου και σε προθεσμιακές καταθέσεις.
Οι ετησιοποιημένες αποδόσεις που έχουν πετύχει εντός του 2023 έως σήμερα, ξεπερνούν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και το 2%. Πρόκειται για επίπεδα υψηλότερα των επιτοκίων στα κλασικά τραπεζικά προγράμματα.
Επίσης, πλεονέκτημά τους αποτελεί το χαμηλό όριο εισόδου, σε αντίθεση με τους λογαριασμούς προθεσμίας, στους οποίους το ελάχιστο ποσό στις περισσότερες περιπτώσεις διαμορφώνεται στις 20.000 ευρώ.
Τέλος, λύση ακόμη και για μικρότερα πορτοφόλια, με υψηλό κέρδος, αποτελούν τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου, τα οποία επίσης διαθέτουν οι τράπεζες στους πελάτες τους με μία μικρή προμήθεια.
Στις τελευταίες εκδόσεις, 3μηνης και 6μηνης διάρκειας, το επιτόκιο ξεπέρασε το 3%, επίπεδα υπερδιπλάσια σε σύγκριση με τη μεσοσταθμική απόδοση στις προθεσμιακές καταθέσεις.