Τις προάλλες, μετά το περιττό ντιμπέιτ, ακούγοντας από έναν άνθρωπο που εκτιμώ, την ιστορία της οικογένειάς του στις δύο Ελλάδες κατά τον Εμφύλιο, μου ήρθε στο νου ο στίχος του ποιητή Τάκη Σινόπουλου: «Ακολουθούσε η μεταμέλεια/η μεταμέλεια δίχως την πράξη που γεννάει την μεταμέλεια».
Στο στίχο αυτό η μεταμέλεια, από τη μία «πλευρά», ήταν μια δήλωση νομιμοφροσύνης και από την άλλη, μια δήλωση συμφιλίωσης που δεν θα τηρηθεί. Στο ντιμπέιτ λοιπόν, επαληθεύτηκε αυτός ο στίχος, αν κρίνω ότι πίσω από τα χαμόγελα συμφιλίωσης εμφανίζονταν από τη μια, η Παναγιά η Γκέισα του Βελόπουλου κι από την άλλη, η γκλίτσα του τσοπάνη του Κουτσούμπα σα συνέχεια ενός Εμφυλίου μετατοπισμένου στα καθ’ ημάς.
Έχει όμως γούστο να βρίσκεται κανείς 24 ώρες το 24ωρο, φάτσα κάρτα, στο κέντρο της επικαιρότητας; Αλλά η Ιστορία δεν βρίσκεται ούτε γράφεται εκεί. Κι αυτός που νομίζει πως την γράφει, τον «γράφει».
Ο Βελάσκεθ το ήξερε. Στον πίνακα «Οι Ακόλουθες», τοποθετεί τον εαυτό του στο κέντρο, να ζωγραφίζει υποτίθεται αυτό που βλέπει και δεν το βλέπουμε εμείς: το βασιλικό ζεύγος που αντανακλάται εν σμικρύνσει σε έναν καθρέφτη στο βάθος του πίνακα. Ό,τι βλέπουμε εμείς είναι το επουσιώδες: νάνοι, ακόλουθες, η ινφάντα κι ένας σκύλος. Η αναπαράσταση του Βασιλιά στον μουσαμά δεν είναι διόλου βέβαιο πώς υπάρχει. Ό,τι υπάρχει -και το βλέπουμε- είναι η ζωγραφιά ενός μεγάλου τελάρου από την πίσω πλευρά όπου υποτίθεται πως η αναπαράσταση θα λειτουργήσει. Και αυτό συμβαίνει σήμερα. Μας δίνουν να δούμε ό,τι δεν ξέρουμε αν μπορούμε καν να το δούμε. Και εμείς, επισκέπτες μπρος απ’ το βλέμμα του ζωγράφου στον πίνακα (στο Πράντο ή στην Ιστορία) περνάμε από μπροστά του ως ανυποψίαστοι αποδέκτες της απάτης της αναπαράστασης.
Ο ζωγράφος (Βελάσκεθ) όμως βρίσκεται στο επίκεντρο. Όχι της επικαιρότητας αλλά της τέχνης του. Αυτός θα μείνει στην Ιστορία. Ο Φουκώ το είχε καταλάβει. Προτάσσει και αναλύει διεξοδικά τον πίνακα στο βιβλίο του Οι λέξεις και τα πράγματα για να
δείξει την παγίδα της αναπαράστασης που σήμερα συμβαίνει όχι μόνο στα μίντια αλλά στα Πανεπιστήμια και στα Υπουργεία. Σ’ αυτή την πτύχωση (των μίντια, των Πανεπιστημίων, των Υπουργείων) -η εικόνα μέσα στην εικόνα, η άγνοια μέσα στην άγνοια, το νομοσχέδιο μέσα στο νομοσχέδιο- η σκέψη δεν μπορεί να σκέφτεται τον εαυτό της ούτε να ανασκευάζει τις βεβαιότητές της ή να απαλλάσσεται από τις αυταπάτες της.
Πώς λοιπόν να μην αντιτείνω σε όσους μυθολογούν χωρίς να μπορούν να απομυστικοποιήσουν (παράγοντες, αναλυτές, δημοσκόπους, διαδραστικά μιμίδια) ένα σιωπηρό γέλιο στοιχηματίζοντας κι εγώ ότι «ο άνθρωπος θα σβήσει όπως στο ακροθαλάσσι ένα πρόσωπο από άμμο».
Δύσπιστος, γνωρίζω ήδη τί δεν θα δω στο γυαλί, τί δεν θα ακούσω από τον Καθηγητή, τί δεν θα εφαρμοστεί από το Νομοσχέδιο. Ένα περίπλοκο δίκτυο από αβεβαιότητες ειπωμένες με βέβαιο και δήθεν αλάνθαστο σοβαροφανή λόγο. Στην ουσία θα δω το νάνο, την Ινφάντα και το σκύλο αλλά θα καταλάβω τη σημασία του βασιλιά μέσα στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης (η τηλεόραση) είναι σήμερα το σημείο συνάντησης της αναπαράστασης στην ανάποδη όψη της σκηνής. Και ο βασιλιάς είναι το μεγάλο κεφάλαιο, που “έχει δημιουργήσει έναν κόσμο στον οποίο κανείς άλλος δεν μπορεί να κυβερνήσει τόσο αποτελεσματικά όσο αυτό” (Χαράρι). Ποιός είναι όμως αυτός ο επισκέπτης (του Πίντερ) στο βάθος της σκηνής που στο κατώφλι μιας πόρτας εισέρχεται και δεν εισέρχεται στη σκηνή; Το συμβάν; Τα Τέμπη; Η τυχαιότητα, ή ο διάδοχος του βασιλιά;
Ξαναδιαβάζω τις Λέξεις και τα Πράγματα γιατί μου ανοίγει το δρόμο για τη μετατόπιση που χρειαζόμαστε προκειμένου να μην ξεχνάμε τα παιδιά μας στο αυτοκίνητο.
Κι όταν μου υπενθυμίζει ο επιμελητής της επανέκδοσης του Φουκώ από το Πλέθρον ότι «πίσω από το μπαρόκ ύφος της επιστημολογίας» θα ακούσω τον «ροκ ήχο» μιας ιστορικής σκέψης, αυτό υπαινίσσεται.
Δεν είναι μόνο η Θέμιδα τυφλή ή η Κλειώ -η μούσα της Ιστορίας- αλλά και η Χριστίνα Σούζη που δεν είναι εντελώς βέβαιη για την πρόγνωση του καιρού. Κι επειδή η πολιτική είναι ένα χάος δευτέρου επιπέδου που αντιδρά στις προβλέψεις που το
αφορούν, γι’ αυτό τα δελτία ειδήσεων προσθέτουν σαν ουρά στο τέλος, τα δελτία καιρού (ο οποίος είναι χάος πρώτου επιπέδου). Πώς λοιπόν οι δημοσκόποι και οι μετεωρολόγοι να κατασκευάσουν μοντέλα σε υπολογιστές όταν το πρώτο και το δεύτερο επίπεδο χάους συμπλέκονται; Στην προεκλογική περίοδο που τελειώνει, τα ερεθίσματα για να ξυπνήσουμε από τον ανθρωπολογικό ύπνο δεν είναι περισσότερα απ’ αυτά που μας πιέζουν να ξανακοιμηθούμε. Και στο βιολογικό, όσο και βουδιστικό, επιχείρημα: «η ευτυχία αρχίζει από τα μέσα», η απάντηση είναι ναι, αλλά μόνο στον ύπνο. Και αν τα εγωστικά μου γονίδια επιμένουν στον ξύπνιο και με ωθούν να πάω έως την κάλπη, θα είναι για να νιώσω το συναίσθημα αυτού που τραβώντας το παραβάν, πιστεύει ότι τραβάει το πέπλο της Ίσιδας.
Όταν οι προεδρικοί του Σύριζα, το μοιρολόι της «ήττας» το αναθέτουν στην «Ομπρέλα» και οι Καραμανλικοί του Μητσοτάκη, στον Σαμαρά, τότε η Ιστορία γράφεται και ως φάρσα και ως κωμωδία, αλλά στην τηλεόραση.
Σε έναν τοίχο, πριν το Ραδιομέγαρο, είδα το γκράφιτι: «Έχουμε αυτό που είμαστε». Από τους 330.000 νέους που θα ψηφίσουν για πρώτη φορά, ποιος άραγε να το έγραψε;