Κάθε εκλογική αναμέτρηση, όπου και σε όποιες συνθήκες και αν διεξαχθεί, συνοδεύεται τελικά από ένα ουσιώδες ερώτημα: Ποιος θα κυβερνήσει;

Την απάντηση δίνουν ασφαλώς οι ψηφοφόροι. Αλλά και οι υπόλοιποι δεν είναι αμέτοχοι έστω και αν περιορίζονται σε αναλύσεις, προβλέψεις ή απλώς στοιχηματίζουν για τον νικητή των εκλογών.

Σε ό,τι αφορά τις τουρκικές εκλογές, το ερώτημα μεταξύ των αναλυτών στη χώρα μας τέθηκε υπό τη μορφή ενός κάπως μεταφυσικού διλήμματος: Είναι καλύτερα να έχεις απέναντί σου τον «διάβολο που ξέρεις» ή εκείνον που «δεν ξέρεις»;

Από τον τρόπο που διατυπώθηκε το δίλημμα είναι σαφές πως οι εγχώριοι παρατηρητές δεν συμμερίζονταν έναν κάποιο ενθουσιασμό που εκδηλώθηκε ανάμεσα στους εξωχώριους σχετικά με την αλλαγή σκυτάλης στην τουρκική ηγεσία.

Οι επιφυλάξεις δεν στερούνταν λογικής. Στην Τουρκία δεν συγκρούστηκαν απλώς ο νεοοθωμανισμός του Ερντογάν με έναν παλαιάς ή νεότερης κοπής κεμαλισμό, δυτικόστροφο και με αναφορές στο κοσμικό κράτος.

Αντίθετα, την κεμαλική αντιπολίτευση διατρέχει ένα σκληρό εθνικιστικό στοιχείο, οι βλέψεις του οποίου ταυτίζονται σε πολλά σημεία με τις επιδιώξεις του ερντογανισμού. Αυτό που έμενε να φανεί ήταν εάν θα τις ξεπερνούσαν στην περίπτωση που ο συνασπισμός των αντιπάλων του Ταγίπ Ερντογάν επικρατούσε στις εκλογές.

Πιθανότατα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μετά τον α’ γύρο των εκλογών, ο Ερντογάν φαντάζει το ακλόνητο φαβορί της δεύτερης αναμέτρησης που θα διεξαχθεί στις 28 Μαΐου.

Είναι ο «διάβολος που ξέρουμε». Αλλά πάντα με τη γνώση πως «έχει πολλά ποδάρια».