Μήνυμα προς τα κόμματα απέστειλε ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, λέγοντας ότι θεωρεί αδιανόητο όποια κόμμα ή κόμματα βρεθούν στη διακυβέρνηση της χώρας την επόμενη τετραετία να θέσουν σε κίνδυνο την επενδυτική βαθμίδα.
Όπως διεμήνυσε ο Γιάννης Στουρνάρας, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στην επιστροφή της στην επενδυτική διαβάθμιση και όπως τόνισε η αναβάθμιση αυτή μας αφορά όλους, «καθώς οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις θα είναι τεράστιες για όλη την οικονομία για όλους τους πολίτες».
Παράλληλα, ο διοικητής της ΤτΕ συνέστησε για άλλη μια φορά δημοσιονομική πειθαρχία, υπογραμμίζοντας ότι τα μέτρα που εξαγγέλλονται δεν πρέπει να χειροτερεύουν την ανταγωνιστικότητα, είτε τη βραχυπρόθεσμη είτε τη μακροπρόθεσμη, να είναι μέτρα τα οποία μειώνουν τις εθνικές αποταμιεύσεις. Με τις επενδύσεις στο 14% του ΑΕΠ (από 11%), η Ελλάδα απέχει πολύ από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο 24%. «Πρέπει παράλληλα να αυξηθούν οι εθνικές αποταμιεύσεις. Δηλαδή, να μειωθεί πολύ το δημόσιο έλλειμμα, να γίνει πλεόνασμα, αλλά και οι εθνικές αποταμιεύσεις να αυξηθούν. Δεν χρειαζόμαστε μέτρα που μειώνουν τις εθνικές αποταμιεύσεις. Δεν είναι μόνο το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, είναι και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών», επισείει την προσοχή ο Γιάννης Στουρνάρας, ανησυχώντας όπως είπε για τα μέτρα που έχουν ανακοινώσει τα κόμματα.
Ο πληθωρισμός και τα επιτόκια
Ερωτηθείς για τα επιτόκια, ο επικεφαλής της ΤτΕ απάντησε ότι ενδέχεται να υπάρξει μία ή και δύο ακόμη αυξήσεις, κάτι που θα εξαρτηθεί από τα στοιχεία από το μέτωπο του πληθωρισμού.
Ο Γιάννης Στουρνάρας προειδοποίησε ότι η αποκλιμάκωσή του στα προ πανδημίας επίπεδα μπορεί να αργήσει να συμβεί, καθώς όπως σημείωσε υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ότι το κύμα ακρίβειας μπορεί να έχει μακρύτερη διάρκεια.
Άλλωστε όπως υπενθύμισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δηλώσει ότι αναμένει οι τιμές καταναλωτή να υποχωρήσουν στον επίσημο στόχο της στο 2% το 2025.
Κλείνοντας ο Γιάννης Στουρνάρας εξήγησε πως δύο είναι οι σημαντικές προκλήσεις για την οικονομία την επόμενη ημέρα των εκλογών.
«Να υπάρξει συνετή οικονομική πολιτική στον δημοσιονομικό τομέα, να προχωρήσουμε δηλαδή σε αποφάσεις ώστε να φτάσουμε σε πρωτογενές πλεόνασμα που εξασφαλίζει επενδυτική βαθμίδα. Να κάνουμε τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που απαιτούνται και για τις οποίες έχουμε δεσμευτεί όσον αφορά τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, για να αυξήσουμε έτσι τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης -να προχωρήσουμε στην πράσινη μετάβαση, να προχωρήσουμε στην ψηφιακή μετάβαση. Και, κυρίως, να έχουμε στο μυαλό μας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Δεν μπορούμε να θέλουμε να αυξήσουμε τις επενδύσεις από το 14% του ΑΕΠ στο 22% -και αυτό είναι πολύ σωστό αλλά παράλληλα να παίρνουμε μέτρα τα οποία μειώνουν την εθνική αποταμίευση».