Οι εκλογές στην Τουρκία χαρακτηρίστηκαν ως οι κρισιμότερες του έτους που διανύουμε. Και όχι άδικα. Στην κάλπη της Κυριακής δεν κρίνεται μόνο το μέλλον του ερντογανισμού. Κρίνεται και η θέση της χώρας στον κόσμο – και μάλιστα μιας χώρας για την οποία δεν θα υπερέβαλε κανείς εάν την έβλεπε κάτω από το πρίσμα ενός συνόλου ασθενειών.
Όταν μιλάμε για την Τουρκία, μιλάμε για μια ασθενή οικονομία. Για ένα ασθενές πλέγμα διεθνών σχέσεων. Αλλά και για μια ασθενή δημοκρατία όπου οι εκλογές συνιστούν συνήθως μια δύσκολη άσκηση δημοκρατικού φρονήματος για τους διεκδικητές της εξουσίας.
Είναι αυτός ο συνδυασμός που καθιστά τη γειτονική μας χώρα τον μεγάλο ασθενή της ευρύτερης περιοχής. Είναι όμως αυτός, συγχρόνως, που εξηγεί γιατί η Τουρκία ασκεί τον ρόλο της περιφερειακής δύναμης με μια λογική επιβολής και ισχύος που έπαψε να χαρακτηρίζει άλλες δυνάμεις τουλάχιστον από τον περασμένο αιώνα ακριβώς επειδή αποδείχθηκε εξαιρετικά ασταθής.
Τηρουμένων των αναλογιών, η Τουρκία πολιτεύεται ως παράγων διεθνούς αστάθειας και με όλο το φορτίο του ασταθούς χαρακτήρα. Ενδεχομένως να ξέρει τι θέλει. Δεν ξέρει όμως πώς το θέλει ούτε, ακόμη περισσότερο, με ποιον πρέπει να πάει και ποιον πρέπει να αφήσει.
Υπολογίζεται ασφαλώς ως σύμμαχος. Αλλά δυσκολεύεται να βρει κανείς μία συμμαχία της που να μην εδράζεται σε ένα υπόβαθρο αντιπαλότητας. Και αν λογίζεται από κάποιους ως εταίρος, θα πρέπει να ψάξει πολύ κανείς για να βρει έστω και μία εταιρική της σχέση που να μην βασίζεται στο ανατολίτικο παζάρι.
Η κάλπη της Κυριακής, από αυτήν την άποψη, δεν θα βγάλει μόνο νικητή. Θα δείξει και αν οι τουρκικές εκλογές θα περιγράφονται την επόμενη μέρα ως μια αναμέτρηση δυο υποψηφίων, αλλά μίας και μόνο πολιτικής. Αν, σε ό,τι μας αφορά, οι ελληνουρκικές σχέσεις θα συνεχιστούν στο ίδιο μοτίβο. Ή αν αρχίσει να γράφεται επιτέλους, το κεφάλαιο που δεν έχει γραφτεί ακόμη.