Στη διεθνή βιβλιογραφία της πολιτικής ψυχολογίας, τα debates, περιγράφονται ως αμφίσημα ερεθίσματα που καθιστούν το (πολιτικό) έδαφος πρόσφορο για άσκηση κοινωνικής επιρροής (Fein και συν, 2007). Οι τηλεμαχίες, ως συστατικό των εκλογικών αναμετρήσεων, εισήχθησαν στον πολιτικό ορίζοντα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το καθοριστικό, τότε, για την έκβαση του προεκλογικού αγώνα του 1960, debate, ανάμεσα στον Αντιπρόεδρο Nixon και τον Κυβερνήτη της Μασαχουσέτης John Kennedy.
Tα debates, όμως, παρέμειναν εκτός του πολιτικού σκηνικού, μέχρι το 1976, οπότε και, μετά την τηλεοπτική αναμέτρηση Ford – Carter οι τηλεμαχίες άρχισαν να παίζουν κομβικό ρόλο στις παγκόσμιες εκλογικές αναμετρήσεις, αν και πληθαίνουν οι επιστημονικές «αντιμαχίες» ως προς το κατά πόσον τα πολιτικο-δημοσιογραφικά αυτά γεγονότα μπορούν όντως να αναδιαμορφώσουν τις επιλογές των πολιτών προς συγκεκριμένους υποψηφίους ή αν απλώς ενισχύουν τις ήδη διαμορφωμένες προτιμήσεις των ψηφοφόρων (Geer et al, 1988).
Τρία βασικά μοντέλα συνέπειας πολιτικών στάσεων είναι αυτά που διατρέχουν τις αναλύσεις για τα debates (Αbramowitz, 1978):
- εκλογικευμένη ψήφος
- εκλεκτική αντίληψη
- πειθώς
Στο Debate των ελλήνων πολιτικών αρχηγών που έλαβε χώρα την προηγούμενη Τετάρτη, μόνον ο κ. Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ανταποκρίθηκε στον πρώτο άξονα συνέπειας πολιτικής στάσης, εισφέροντας στον δημόσιο λόγο ακριβή επιχειρήματα και κοστολογημένες αναλύσεις σχετικά, τόσο με τον απολογισμό του κυβερνητικού έργου της Νέας Δημοκρατίας, όσο και με τις δεσμεύσεις του προεκλογικού προγράμματός της.
Ο κ. Τσίπρας παρέμεινε εγκλωβισμένος στον επικοινωνιακό άξονα της πειθούς. Μόνο που λησμόνησε πως όσοι στα debates επενδύουν, απλώς, στην πειθώ, χωρίς να αφιερώνουν τον πολύτιμο χρόνο των τηλεοπτικών τους απαντήσεων και στην παράθεση λογικών και λεπτομερών αποτιμήσεων των πολιτικών τους προτάσεων, του κόστους τους και του αντικτύπου τους στην πραγματική οικονομία, το μόνο που καταφέρνουν είναι η επαλήθευση της υιοθέτησης των πολιτικών τους θέσεων από τους ψηφοφόρους που τους προτιμούσαν ήδη και πριν από την έναρξη του debate.
Έχει χυθεί τόσο μελάνι για την αποκωδικοποίηση της γλώσσας του σώματος ή αλλιώς της εξωλεκτικής επικοινωνίας, συμπεριφοράς και κινησιολογίας που περιττεύει να επεκταθούμε περαιτέρω σε ανάλογη ανάλυση της ψυχοκινητικότητας των πολιτικών αρχηγών μπροστά στις κάμερες της ΕΡΤ. Μπορούμε, όμως, να σταθούμε σε μία μόνον σχετική εικόνα. Αυτήν του κ. Τσίπρα να στηρίζεται με τους αγκώνες στο τηλεοπτικό panel.
Σε μια σωματική μεταφορά της απεγνωσμένης αναζήτησης σημείων λογικής στήριξης των, για άλλη μια φορά, ανεδαφικών και ακαστολόγητων θέσεών του. Ένα ανδρεοπαπανδρεϊκό κακέκτυπο που ακουμπά στο τραπέζι του διαλόγου, όχι ολόκληρον τον πήχυν, αδυνατόντας να συνοδεύσει την πολιτική ευγλωττία με τις κινήσεις των χεριών, σε μια μαεστρική χορογραφία των λέξεων, όπως ο καταπονημένος από το Harefield, αλλά πάντα χαρισματικός, Ανδρέας σε εκείνη την υποδειγματική προεκλογική συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην ΕΡΤ στους Ζούλα, Τσίμα, Φάτση, με συντονιστή τον Νίκο Χασαπόπουλο, τον Οκτώβριο του 1989.
Την Τετάρτη, ο κ. Τσίπρας έμοιαζε να ξέρει πως όσο χαμηλά και αν βάλει τον πήχη των εκλογικών προσδοκιών του, περιμένοντας να επωφεληθεί από το α-κυβερνητικό χάος που μπορεί να προκαλέσει η απλή αναλογική, έχει οριστικά διαψεύσει τις ελπίδες ενός μεγάλου κομματιού της αριστεράς και του μεσαίου χώρου, το οποίο δεν ξεχνά τις κυβιστήσεις του 2015. Για αυτό είδαμε τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να ακουμπά ασυναίσθητα και άτσαλα, στους αγκώνες του, λαμβάνοντας, από το ίδιο του το σώμα, μέσα από την πίεση στις κατ’ αγκώνα αρθρώσεις, ένα ιδιοδεκτικό ερέθισμα υπενθύμισης των «αρμών της εξουσίας» που η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν είχε προλάβει να ελέγξει.
Λίγο αργότερα, ο κ. Ανδρουλάκης επέμεινε να αναφέρεται εξακολουθητικά στη φράση: «το επίδικο του ερωτήματος», σε μία ασυνείδητα έμφορτη με το ενδεχόμενο δικαστικής εξέλιξης κατάσταση. Την ίδια ώρα που ζητούσε επίμονα να «πάνε φυλακή» όσοι κρύβονται πίσω από την παρακολούθηση του τηλεφώνου του, με κακόβουλο λογισμικό. Σε μία κακόγουστη επανάληψη των πολιτικοδικαστικών παραμέτρων των –υπό, επίσης, αναλογικού συστήματος- εκλογικών αναμετρήσεων του 1989.
Τότε ήταν ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ που συνεργάστηκε με τη ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, παραπέμποντας τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Τώρα είναι ο κ. Ανδρουλάκης, σε ρόλο ρυθμιστή της μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας, που ζητά πολιτικές διώξεις και αυτή η αντιστροφή των πολιτικών όρων της κεντροαριστεράς, 30 χρόνια μετά, είναι εμφανής στην εξωλεκτική πλαισίωση του ρόλου του, όσο επαρκώς και αν ανταποκρίθηκε στις τηλεοπτικές απαιτήσεις της τηλεμαχίας.
Με εμφανή τα προβλήματα με το χρονόμετρο, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, κ. Κουτσούμπας, είδε το καμπανάκι, εμφανώς, να τον μπερδεύει εξαναγκάζοντάς τον σε βιαστική συμπτυξη των επιχειρημάτων του, στην προειδοποιητική ήχησή του και σε συνακόλουθη υπέρβαση του χρονικού ορίου των τελικών 15 δευτερολέπτων, σαν σε μια go-no-go ψυχοτεχνική δοκιμασία μετωπιαίων αντανακλαστικών και αναστολών.
Συνεπής προς την ιδεολογία του κόμματός του, γνήσιος και αληθινός, αλλά δογματικά προσκολλημένος στα κομουνιστικά δόγματα. Η εμφάνισή του ξύπνησε συνειρμικά, ανεστραμμένα, συνδηλούμενα από την τελευταία συνέντευξη, στη ΔΕΘ, του 1995 του Ανδρέα Παπανδρέου, όπου σε ερώτηση του δημοσιογράφου του Ριζοσπάστη, κ. Μπογιόπουλου, ο εκλιπών Πρωθυπουργός είχε απαντήσει: «Άλλοι έχουν τα δόγματα και πρόκοψαν…».
Έχοντας, ο κ. Τσίπρας, εγκαταλείψει τη «ναρκισσιστική πανομοιοτυπία» που τον χαρακτήριζε στα πρώτα βήματα της αρχηγικής σταδιοδρομίας του, κατά τα οποία μιμείτο το οτιδήποτε, προκειμένου να διευρύνει το κομματικό ακροατήριό του, πλέον δίνει πολιτικές παραστάσεις μόνον σε ρόλο «αποτυχημένου» Ανδρέα, αντιγράφοντας κακότεχνα, τις φωνητικές παύσεις, την κινησιολογία, ακόμη και τις διακυμάνσεις στη χροιά της φωνής του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.
Στο Debate της Τετάρτης, κατέστη πλέον πρόδηλο πως ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά ένας «αποτυχημένος Ανδρέας», με την ερώτηση του κ. Σρόιτερ να αποκτά μια ξεχωριστά ειρωνική χροιά, όταν ο κ. Τσίπρας κλήθηκε να απαντήσει με ποιον πολιτικό ταυτίζεται περισσότερο, με τον Παπανδρέου, τον Φλωράκη ή με τον Κύρκο. Μια ερώτηση που ήχησε ως αμήχανη –κοροϊδευτική- επωδός των αιτημάτων του τωρινού Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, κ. Ανδρουλάκη «να μπούνε φυλακή» οι ένοχοι των παρακολουθήσεων του τηλεφώνου του, όταν Φλωράκης και Κύρκος είχαν συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία, ακριβώς για να μην παραγραφεί το σκάνδαλο Κοσκωτά και για να οδηγηθεί ό Παπανδρέου και πρωτοκλασάτοι Υπουργοί του στο Ειδικό Δικαστήριο.
Όπως είχε πει κάποτε, στη Βουλή, ο Λεωνίδας Κύρκος, στον Ανδρέα Παπανδρέου, αναφερόμενος στους αγώνες της Αριστεράς, «είσαι άδικος, ήσουν απών». Αυτή η κοινοβουλευτική αποστροφή θα ταίριαζε απόλυτα στην εικόνα που παρουσίασε στην τηλεμαχία, ο διαρκώς απών από τους ουσιαστικούς κοινωνικούς αγώνες και από την απαιτούμενη σοβαρότητά τους, κ. Τσίπρας.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Βελόπουλος παρέδωσε μαθήματα επίτομου λαϊκισμού, επενδύοντας στο αίσθημα μνησικακίας και οργής των μη προνομιούχων, ζητώντας –μάλιστα- συγγνώμη από τους νέους, σε μια κακοπαιγμένη πρόζα αντιγραφής του Μιλτιάδη Εβερτ που σε αντίστοιχο debate τον Σεπτέμβριο του 1996 είχε ακολουθήσει αυτήν την τακτική, χωρίς επιτυχία, απέναντι στο πολωτικό, αλλά ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα του Κώστα Σημίτη.
Ο κ. Βαρουφάκης, φαινοτυπικά και κινησιολογικά, μας ταξίδεψε πίσω στον χρόνο, πίσω στο 2015 και στην «υβριστική ανικανότητά» του. Αλαζονικός, ακκιζόμενος και χαριεντιζόμενος με τον ίδιο του τον εαυτό («μου κάνετε την πιο εύκολη ερώτηση του κόσμου»…. «είμαι ο πιο φιλελεύθερος άνθρωπος του κόσμου»), χωρίς καμία διάθεση αναγνώρισης των σφαλμάτων του, εμφανίστηκε έτοιμος για νέες κλειστές τράπεζες, νέες ουρές μπροστά στα ATMs και νέες «Δήμητρες». Όσο για το τι θα έκανε εάν Τούρκοι κομάντος καταλάμβαναν μια ελληνική βραχονησίδα, οι γενικότητες και η αποστροφή προς τις λεπτομέρειες μας ξαναδίνουν την απάντηση, αλλιώς δεν θα μιλούσα, τον Ιούλιο του 2015 για «Σύνδρομο της Ύβρεως».
Όπως, απαρέσκεια για τις οικονομικές λεπτομέρειες κοστολόγησης του Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε και ο κ. Τσίπρας, σκοπούμενα –όμως- και όχι χαρακτηριολογικά, καθώς δεν είναι ότι δεν θέλει να ασχοληθεί με αυτές τις οικονομοτεχνικές «λεπτομέρειες», απλώς ξέρει πως το πρόγραμμα του κόμματός του είναι δημοσιονομικώς ανεφάρμοστο και για αυτό αισθάνεται πιο άνετα να το διατυμπανίζει ως αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, παρά να μιλά με στοιχεία για την πιθανότητα εφαρμογής του, ως αυριανός Πρωθυπουργός.
Το είδαμε καθαρά στην τηλεμαχία της Τετάρτης. Στο κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο άνθρωπος που στις προεκλογικές του τηλεοπτικές εμφανίσεις διατηρούσε πιστό το 40% του εκλογικού σώματος, με αναφορές στη «Δήμητρα» (τη σύντροφο και μετέπειτα σύζυγό του…όχι το σύστημα παράλληλων πληρωμών του Βαρουφάκη) ηγείται τώρα ο τελείως αντιχαρισματικός κ. Ανδρουλάκης που σε 1-2 ερωτήσεις της κας Τζίμα δεν μπόρεσε να κρύψει την ενόχλησή του, πιθανώς γιατί είναι συνηθισμένος σε πιο υποτακτικούς ρόλους των θηλυκών προσλαμβανουσών.
Τόσο για τον κ. Ανδρουλάκη, όσο και για τον κ. Τσίπρα, αν εστιάσουμε στην εικόνα της Τετάρτης, ισχύει αυτό που γράφει ο Μοντήγκλ Στερνς, στο βιβλίο του για τον Ανδρέα Παπανδρέου, «Το αίνιγμα», πως: «ήταν καλύτερος στην αντιπολίτευση παρά στην κυβέρνηση». Μόνο που στο ίδιο βιβλίο, προσθέτει παρακάτω: «Όπως όλοι οι πολιτικοί που φτάνουν στην κορυφή, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σαν Ιανός, ιδεαλιστής και συγχρόνως τυχάρπαστος». Δυστυχώς, με την εικόνα του στην τηλεμαχία της Τετάρτης, ο κ. Τσίπρας μας έδειξε πως είναι –και παραμένει- μόνον τυχάρπαστος.
Ο κ. Xρίστος Χ. Λιάπης είναι Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ και Μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας.