Ο Νίκος Γκάτσος, ο αξεπέραστος ποιητής και στιχουργός, γεννημένος στην Ασέα Αρκαδίας το 1911, πέθανε στις 12 Μαΐου του 1992. Ουσιαστικά όμως, δεν έφυγε ποτέ. Η ποίησή του και τα τόσα τραγούδια που έφτιαξαν οι στίχοι του και αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τραγούδιου συνεχίζουν να είναι παρόντα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 19ης Μαΐου 2002, τιμώντας τη συμπλήρωση δέκα ετών, τότε, από τον θάνατό του Νίκου Γκάτσου ζήτησε από σπουδαίους καλλιτέχνες που τον έζησαν ή και συνεργάστηκαν μαζί του, να μιλήσουν για εκείνον.
Νάνα Μούσχουρη
«Για μένα ήταν φίλος, πατέρας κι αδερφός. Μου έδωσε εμπιστοσύνη για τη ζωή. Με άφησε να καταλάβω ότι δεν έχει τόση σημασία το τι κάνεις αλλά το πώς και γιατί το κάνεις. Όλοι έχουμε βάλει στη ζωή έναν ήλιο σαν σύνορο, το πιο σημαντικό όμως είναι όχι να το φτάσεις αλλά ο δρόμος που χαράζεις.
»Από εκείνον έμαθα τι είναι ελευθερία, έμαθα να σέβομαι τα σύνορα του ανθρώπου, να υποστηρίζω τα παιδιά και τη δικαιοσύνη. Ο Νίκος αντιπροσωπεύει πάντοτε για μένα το μεγάλο ελληνικό πνεύμα, γεμάτο γνώση, γενναιοδωρία και ελευθερία, με σπάνια καλαισθησία, υπερηφάνεια αλλά και αυστηρότητα, αυτήν που απορρέει από την ευγενή απλότητα του στίχου του.
»Ήταν γεμάτος σοφία και ανθρώπινη κατανόηση, ευφυΐα, περιέργεια, δίψα να αναλύει τη σκέψη της νέας γενιάς και να εκφράζει τις ανησυχίες και τα όνειρά της. Ήταν ο άνθρωπος του μέλλοντος και της αισιοδοξίας και παρ’ όλο που συχνά υπεδείκνυε τις πικρές αλήθειες της πραγματικότητας, δεν καταδίκαζε ποτέ».
Μάνος Ελευθερίου
«Η προσφορά του Γκάτσου στο τραγούδι ήταν το Μεγάλο Απρόοπτο. Έφερε τον υπερεαλισμό. Όχι μόνο τον εισήγαγε αλλά τον επέβαλε κιόλας. Δείτε τους στίχους του στους “Δροσουλίτες”, πώς συνδυάζουν τον υπερρεαλισμό με την παράδοση. Τέτοια πράγματα δεν ξαναγίνονται.
(…) Ο Γιάννης ο φονιάς, θεωρώ ότι είναι το αριστούργημά του. Ποιος όμως θα μελοποιούσε τον “Γιάννη τον φονιά” σήμερα; Έχει στραφεί αλλού το ελληνικό τραγούδι. Λείπει σαφώς ο Ν. Γκάτσος απ’ αυτό, αλλά ακόμη και αν ζούσε δεν θα μπορούσε να το παρακολουθήσει. Ήδη τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε το παράπονο ότι δεν του ζητούσαν πια στίχους. Αυτό συνέβαινε γιατί το τραγούδι είχε ήδη φύγει γι’ αλλού…»
Μανώλης Μητσιάς
«Λείπουν σήμερα από το τραγούδι οι πρωτογενείς λέξεις που χρησιμοποιούσε καθώς και η ικανότητα που είχε να περικλείει μεγάλα νοήματα σε ένα τετράστιχο. (…) Πριν από εκείνον η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραφε λαϊκά τραγούδια, ο Γκάτσος όμως έκανε καθημερινό τραγούδι την ποιητική τέχνη.
»Επέβαλε μάλιστα στο τραγούδι τη δημοτική ποίηση. Ήταν βαθύς γνώστης της. Ήξερε κάθε γωνιά της χώρας, ήξερε εκατοντάδες δημοτικά ποιήματα απέξω.
»Δείτε πώς μιλάει στα τραγούδια του για την Παναγιά, αναφέροντάς την με τις ιδιαίτερες ονομασίες που της αποδίδονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Λευτέρης Παπαδόπουλος
«Ο μεγαλύτερος από τους δασκάλους (…) Ο Γκάτσος πολλές φορές ξεκινάει μια ιστορία και οδηγείται σε μια άλλη. Αυτό απαιτεί τόλμη και ποιητική σοφία. (…) Έμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη στην εικονοποιία, στη ρίμα και στην εξέλιξη των θεμάτων του σε κάθε τραγούδι”.
Γιώργος Ανδρέου
«Ο Γκάτσος αποτελεί στιχουργική περίπτωση που δεν άφησε συνέχεια σε ευθεία αναγωγή. Σήμερα έχει επικρατήσει πιο πολέ ένα είδος εξπρεσιονιστικής γραφής παρά η δική του άποψη.
»Ο Γκάτσος ήταν το μείγμα του Ομήρου, του Σολωμού, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, των δημοτικών παραλογών και του Ρεμπό. Αυτές τις παραμέτρους δεν τις είχε άλλος στιχουργός.
Αντί επιλόγου
Ξεχωριστή θέση στο έργο αλλά και στην καρδιά του ίδιου του Γκάτσου, κατείχε το τραγούδι “Xάρτινο το φεγγαράκι”. Γράφει η Άννα Βλαβιανού στο «ΒΗΜΑ» της 12ης Μαρτίου 1995
«Το “Χάρτινο το φεγγαράκι” γράφτηκε το ’48 για την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης “Λεωφορείον ο Πόθος” του Τ. Ουίλιαμς, που ανέβηκε σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και μουσική Μάνου Χατζιδάκι.
»Ο Χατζιδάκις ήταν τότε 23 χρόνων και ο Γκάτσος 34. Είναι το πρώτο που έγραψε ο Γκάτσος, το όποιο μάλιστα εισέπραξε χρήματα. Τριακόσιες δραχμές!
“Βγάζω απ’ τα τραγούδια χρήματα;”, είπε έκπληκτος στον Χατζιδάκι και, αφού ήταν μια “κερδοφόρα” δουλειά, συνέχισε. Ο στίχος ήταν, σχεδόν, δεδομένος. Βασίστηκε στο αμερικανικό τραγούδι “It’ only a paper moon”. Ένα τραγούδι με μικρές, αλλά φανερές νύξεις στην τζαζ του’30.
»Ο Γκάτσος έγραψε λοιπόν τους ελληνικούς στίχους και η μόνη παρέμβαση του Χατζιδάκι είχε να κάνει με τη διάλεκτο. Ο Γκάτσος έγραψε: “…αν με πίστευες λιγάκι/θα ‘ταν όλα αληθινά…”.
»Ο Χατζιδάκις, όμως, που μιλούσε με την προφορά της μητέρας του (καταγόταν από την Αδριανούπολη), ήθελε το “θα ‘ταν” να γίνει “θα ‘σαν”. Έτσι το τραγούδησε η Μούσχουρη έτσι έμεινε στο βινύλλιο.
»Ο Χατζιδάκις αποκήρυξε πολύ νωρίς τα τραγούδια του κινηματογράφου και πολλά από τα άλλα τραγούδια του που έγιναν μεγάλα σουξέ. Ο Νίκος Γκάτσος όμως αγαπούσε πολύ το συγκεκριμένο “σουξέ”.
»Ο Νίκος Γκάτσος όμως αγαπούσε πολύ το συγκεκριμένο “σουξέ”. Χάρη σε αυτό, έλεγε, έγινε στιχουργός. Ήθελε πάντα να το ακούει και , ενώ περνώντας ο καιρός απέρριπτε πολλά από αυτά που είχε γράψει, το “Φεγγαράκι” ήταν το αγαπημένο του.
»Είχε μεγάλη συναισθηματική σχέση μαζί του, προφανώς γιατί ήταν το πρώτο του τραγούδι. Την ίδια συναισθηματική φόρτιση με το τραγούδι έχει δηλώσει και η Νάνα Μούσχουρη. Αποτελεί μάλιστα ακόμη βασικό κομμάτι του ρεπερτορίου της.
»Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είχε φανταστεί την επιτυχία του τραγουδιού την εποχή της έκδοσής του σε δίσκο το ’59. Αργότερα είχε δηλώσει:
Eκείνη την εποχή δεν φανταζόμασταν ότι θα μπορούσε ο κόσμος να τραγουδάει το “Χάρτινο το φεγγαράκι”. Ήταν η εποχή που όλοι τραγουδούσαν “Να το πάρεις το κορίτσι”, η αποθέωση του μικροαστισμού. Τα τραγούδια τα δικά μας τα τραγουδούσαν οι φίλοι μας μόνο”».