Η ελληνική οικονομία έχει περάσει από πολλές και δύσκολες ατραπούς. Ακόμη και σε εκείνες τις σπάνιες περιόδους άνθησης, το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η αστάθεια. Το αποτέλεσμα ήταν πως δεν έγινε ποτέ πραγματικά ισχυρή. Πάντοτε ήταν εύθραυστη.
Πίσω από αυτήν την ευθραυστότητα μπορεί να εντοπίσει πολλούς ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους. Ασφαλώς όμως μπορεί να αναζητήσει και πολιτικούς. Τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη υπονόμευσαν συχνά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της. Και όσο και αν είχε δίκιο ο Τζόν Μέιναρντ Κέινς όταν έλεγε πως «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί», άλλο τόσο είναι αλήθεια πως το μάρμαρο του κεϊνσιανισμού αλά γκρέκα κλήθηκαν τελικά να πληρώσουν οι επόμενες γενιές.
Είναι εξίσου αληθές πως η οικονομία ταλαιπωρήθηκε και από τις επιταγές ενός «σοσιαλιστικής» κοπής κρατισμού αλλά και από την τυφλή αφοσίωση στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό υπερεθνικών οργανισμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Έπεσε, με άλλα λόγια, θύμα διάφορων ιδεολογημάτων και σχολών πολιτικής και οικονομικής σκέψης που συγκρούστηκαν τον 20ο αιώνα. Αλλά ούτε σε αυτές ούτε σε εκείνες που διαμορφώνει ο νέος αιώνας εντοπίζει κανείς μαθητευόμενους μάγους που ευαγγελίζονται «εναλλακτικά» ή «συμπληρωματικά» νομίσματα.
Τους εντοπίζει μόνο εδώ, σε αυτή τη γωνιά της Γης, και στη μορφή σχεδίων και πειραματισμών που είναι αμφίβολο εάν απασχολούν την οικονομική θεωρία ακόμη και στα αμφιθέατρα.
Κι όμως. Εδώ λαμβάνουν τη μορφή πολιτικών προτάσεων που τίθενται είτε υπόψη του εκλογικού σώματος είτε γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από κομματικά στελέχη που εκπροσωπούν «τάσεις», «ρεύματα» ή ό,τι άλλο νομίζουν και που πάντως διεκδικούν την εξουσία.
Θα ήταν αστείο. Αλλά δεν είναι. Πρώτον επειδή πολλά μπορεί να απαιτήσει κανείς από την οικονομία αλλά όχι να καταλαβαίνει από χιούμορ. Και δεύτερον επειδή σε αυτούς τους μαθητευόμενους μάγους είχε εμπιστευθεί κάποιος, αλίμονο, την οικονομική πολιτική και τις τύχες αυτής της χώρας…