Να πω καταρχήν ότι το οριστικό άρθρο «Η» στον τίτλο του κειμένου μου («Η αποχή»), ειδοποιεί για την περιγραφή της αποχής και δεν προτρέπει σε αποχή («Αποχή»).
Θλίβομαι ωστόσο, με το αμλετικό μπουρλέσκ (να ψηφίσω ή να μην ψηφίσω), όσο και με τον πολιτικό ωχαδερφισμό των συμπολιτών μου ως προς την εκλογική διαδικασία. Η αποχή όμως, είναι κάτι περισσότερο: η ένδειξη που δηλώνει αυτό που έρχεται μετά τη Δημοκρατία. Ένα φαινόμενο μετα-πολιτισμικό, που έχει να κάνει με εξωτερικούς αλγόριθμους μάλλον παρά με ανθρώπους -εάν ακόμη έτσι ονομάζεται το είδος που παρακολουθώ στους γάμους και τις κηδείες. Η μετάλλαξη αυτή παρουσιάζεται στη «νέα ατζέντα του ανθρώπινου είδους», όπως την περιγράφει ο Χαράρι στη σύντομη ιστορία του μέλλοντος, στο βιβλίο του με τίτλο Homo Deus. Οι σημερινοί νέοι το προαναγγέλλουν. Ο δεκαπεντάχρονος π.χ. που «έγδυνε» τις προάλλες δύο δωδεκάχρονες με πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης ή οι ψηφιακές δωροεπιταγές ή η παντοδυναμία του Έλον Μασκ. Αλλά ο τρόπος του Χαράρι, επαναλαμβάνοντας επί τω λαϊκότερω τον Μπωντριγιάρ πριν 30 χρόνια, προάγει αυτό το οποίο μέμφεται.
Η αποχή, στη γιγάντια ψηφιακή προσομοίωση που ζω, είναι συγχρόνως, το αποτέλεσμα αλλά και το αίτιό της. Η μετωνυμική αυτή αιτιότητα, (το ένα μέσα στο άλλο) τον γόρδιο δεσμό της οποίας κανένα κοφτερό μυαλό και κανένα κοφτερό σπαθί δεν πρόκειται να κόψει, τίθεται με όρους κότας ή αυγού, αναλογικότητας ή ψηφιακότητας, σώματος ή ολογράμματος. Γιατί όταν μια κοινωνία αφαιρεί τον εαυτό της ως περιβάλλον και στηρίζεται μόνο στους κανόνες επεξεργασίας της (ντιμπέιτ), και όταν επιπλέον, αναζητά τον τρόπο (Σύνταγμα) ώστε να εξασφαλιστεί μέσω αυτού ως software, ένα hardware (Κράτος) ανεξάρτητα από τη διαβίωση των πολιτών της, τότε δεν μιλάμε για κοινωνία αλλά για το εργαστήριο του δόκτωρος Καλιγκάρι.
Η χάρτινη αυτοκρατορία, που έχτισε ο Ντίσνεϋ και που τα παιδάκια την έχουν πλέον βαρεθεί, μετατρέπεται σε games στην αυτοκρατορία του διαδικτύου και της τεχνητής νοημοσύνης. Ιδού το αποτέλεσμα της θλιβερής νοοτροπίας πολλών συμπολιτών μου: δεν χάσανε απλώς την πίστη τους στην αναξιόπιστη έτσι κι αλλιώς φιλελεύθερη αφήγηση, αλλά προσχωρούν απέχοντας, σε μια νέα αρνητική πρόκληση στις Δημοκρατίες μας: το TikTok -που αύριο-μεθαύριο, όταν ο Μητσοτάκης θα κουραστεί να δανείζεται το σακάκι του φρουρού του- θα επιστρέψει στην αρχαϊκή του εκδοχή, την φρυκτωρία, που ειδοποιεί τους Αργείους ότι ο Αγαμέμνων καταφθάνει μαζί με την Κασσάνδρα. Και τότε, εκτός από προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης, τα παιδιά θα τραβήξουν και μαχαίρια, με πρώτο θύμα τους -εκτός από τις μάνες που σκοτώνουν στα διαμερίσματα της Θεσσαλονίκης- εκείνον τον νεόφαντο “Ερμή”. Τον πρώτο εικονικό παρουσιαστή τεχνητής νοημοσύνης από την ΕΡΤ που θα αντικαταστήσει την Κοσιώνη και τη Ζαχαρέα, τους προάγγελους που προσομοιώνουν τη διαδικασία άφιξής του στο Ραδιομέγαρο.
Το μεγάλο ποσοστό της αποχής στους νέους δείχνει και κάτι ακόμα. Ότι εκείνο το «κρύφιο» μέσα στον καθένα μας, (πολύ “εμφανές” άλλωστε, γιατί υποκρύπτει βούληση δυνάμεως), οι δημοσκοπήσεις δεν θα το «πιάσουν» ποτέ, διότι δε λέγεται σε κανέναν, και ούτε καν στον εαυτό. Υπάρχουν φαινόμενα της “βούλησης” που δεν τα “πιάνει” η γλώσσα καθώς και “δύναμης” που τα υποθάλπει. Κι ενώ διαθέτουμε όλα τα στοιχεία των προβλέψεων, αυτό που προκύπτει είναι η νεκροκεφαλή ως memento mori, στον πίνακα του Χολμπάιν «Οι πρεσβευτές». Aν το κοιτάξουμε προσεκτικά —αν το αναμορφώσουμε— θα αντιληφθούμε ότι το απόκοσμο αντικείμενο, που αιωρείται και που δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα γνωρίζουμε, είναι ο καθημερινός μας θάνατος σε ψηφιακή, για την εποχή του, μορφή. Αυτό το ανασχηματισμένο αντικείμενο, που η ψυχανάλυση το συσχετίζει με τον ευνουχισμό, είναι η αιτία της αποχής αλλά και της απόχης που μας ψαρεύει από το ενυδρείο σαν την πέστροφα.
Οι δημοσκόποι δεν ενδιαφέρονται να το δείξουν, διότι οι ερωτήσεις τους δεν το στοχεύουν. Η επικοινωνία, που συντελείται ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη τους, δεν λαμβάνει υπόψη της ότι ο λόγος της εμπερικλείει την ίδια του την επανάληψη. Όταν ερωτώνται οι πολίτες για τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα, τους εκλαμβάνουν ως «άλλους» και όχι ως αυτό που είναι μέσα στον καθένα μας. Έτσι τα ερωτήματά τους και ό,τι απευθυνθεί από τους δημοσιογράφους στο ντιμπέιτ, θα συμπεριλαμβάνονται στη ρήση: «Ο πομπός δέχεται από τον δέκτη το ίδιο του το μήνυμα υπό αντεστραμμένη μορφή». Θα πρέπει να είναι κανείς αφελής για να πιστεύει ότι απαντά.
Ο Μέλβιλ στην απαιτητική νουβέλα του, το 1853, Μπάρτλμπυ, ο γραφέας σκιαγραφώντας έναν ασήμαντο γραφιά της Ουώλλ Στρητ και τοποθετώντας τον στους αντίποδες του Αχαάβ, κυνηγού του Μόμπι Ντικ, επιλέγει στη φράση του γραφιά «Θα προτιμούσα να μην…», να αφήσει μετέωρο το «τί» θα έπρεπε να προτιμήσει. Ο Μέλβιλ, λοιπόν, απαντά περισσότερο στο τί μπορεί να είναι η αποχή ως κάτι τι που «προτιμάμε να μην», και που γι’ αυτό το λόγο επιλέγουμε έναν αρνητισμό πέραν της άρνησης. Αντιλαμβάνομαι την προτίμηση του Μπάρτλμπυ “να μην” ως ένα μηχανισμό εξεγερτικής άμυνας που συνίσταται σε αρνητισμό (“να μην”) προς και πέραν της τραυματικής πραγματικότητας (“του τι”). Τον ζω ως μια διεργασία πένθους συνακόλουθης της απώλειας που υφίσταμαι ζώντας την εποχή της Κατερίνας Καινούργιου και του Νίκου Μουτσινά. Και επειδή η ζωή δεν εξηγείται πάντα με όρους επικοινωνίας, προσφεύγω σε “ανεπίκαιρους στοχασμούς”, ώστε να αντιλαμβάνομαι τις παγίδες: τη διαφάνεια που είναι μπούγιο, το συμβάν που είναι τίποτα, το προεκλογικό σποτ που είναι για γέλια.
«Όταν θα έχεις πια γράψει τη μελέτη για το θέατρο, τότε θα έχει έρθει η ώρα, τότε θα μπορείς να επιστρέψεις στο θέατρο, για να διαπιστώσεις αν η πραγματεία σου είναι σωστή». Λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου την προτροπή αυτή του Τόμας Μπέρνχαρντ και κλείνω με την απορία του Ρεμπώ από το Μια Εποχή στην Κόλαση: «Τι ήμουν τον περασμένο αιώνα: Δεν με ξαναβρίσκω παρά σήμερα».