Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κατά τα οποία, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, ή κοινωνικό αποκλεισμό στην Ελλάδα, ανέρχεται στο 26,3% του συνολικού πληθυσμού, δηλαδή 2.722.000 άτομα ή στο 29,1% (3.006.300 άτομα) με βάση τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ του 2020.
Όπως προκύπτει πάνω από ένας στους τέσσερις Έλληνες είναι αντιμέτωποι με έναν τέτοιο κίνδυνο. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα στοιχεία αναφέρονται στο 2022 (εισοδήματα του 2021), κάτι που συνεπάγεται ότι δε συμπεριλαμβάνουν την περίοδο της έκρηξης τιμών σε ενέργεια, ρεύμα, καύσιμα και τρόφιμα, η οποία οδήγησε σε επιπλέον μείωση των εισοδημάτων των πολιτών Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά τη Βουλγαρία σε σχέση με τις εννέα ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Ακολουθούν η Ισπανία και η Λετονία με ποσοστό της τάξης του 26%, ενώ στην καλύτερη θέση βρίσκεται η Φινλανδία με 16,3%
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών, και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Κινδυνεύουν περισσότερο τα παιδιά
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), με το ποσοστό τους ωστόσο να εμφανίζεται μειωμένο κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (32,0%).
Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίστηκε σε 10,9% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, υποχωρώντας κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021.
Το ποσοστό για τους άνδρες ανερχόταν σε 9,9% και για τις γυναίκες σε 12,0%.
Ποιοι κινδυνεύουν
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2022 είναι υψηλότερο για τις γυναίκες (19,4%) σε σχέση με τους άνδρες (18,2%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες μειώθηκε κατά 0,4 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2022 σε σχέση με το 2021.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 17,6% για τις γυναίκες και σε 13,6% για τους άνδρες. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 16,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 19,1%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 19,5%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 13,0%.
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 37,7%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 21,7% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,9%.
Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021.
Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,7% και 12,7%.
Οι άνεργοι
Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 43,6%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37,0% αντίστοιχα).
Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 και ανήλθε σε 29,1 %.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18-64 ετών ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18-64 ετών, ενώ μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες 18-64 ετών, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,8% και 12,6%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 18,4%.
Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 18,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19,0%.
Στερούνται τα βασικά αγαθά
Από εκεί και πέρα, σε υψηλό επίπεδο παραμένει το επίπεδο υλικής στέρησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Ειδικότερα, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις Ευρώπη 2030”) ανέρχεται σε 13,9%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις-Ευρώπη 2020”) ανέρχεται σε 15,6%.
Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 (10,8%) σε σχέση με το 2021 (10,3%). Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2022 ανέρχεται σε 14,6%, χωρίς μεταβολή σε σχέση με το 2021, ενώ παρατηρήθηκε μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών, η οποία ανέρχεται σε 0,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 (15,5%) σε σχέση με το 2021 (16,1%).