Πέθανε σε ηλικία 83 ετών η ζωγράφος και γλύπτρια Σοφία Βάρη, συμβία του κολομβιανού γλύπτη Φερνάντο Μποτέρο.
Η διεθνώς αναγνωρισμένη ελληνίδα εικαστικός, άφησε την τελευταία της πνοή εχθές (Παρασκευή 5 Μαΐου) στις 15:15 το απόγευμα σε κέντρο φροντίδας στο Μονακό, έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Στο πλευρό της μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν ο διεθνούς φήμης σύντροφός της Φερνάντο Μποτέρο, η κόρη του Λίνα, από τον πρώτο του γάμου καθώς και η κόρη της Σοφίας Βάρη από τον πρώτο της γάμο.
Η σορός της θα μεταφερθεί από το Μόντε Κάρλο στο Παρίσι για αποτέφρωση και η τέφρα της θα «ταξιδέψει» με προορισμό τη βίλα του ζευγαριού στη Πιετρασάντα στην Τοσκάνη.
Ποια είναι η Σοφία Βάρη
Η Σοφία Βάρη γεννήθηκε στη Βάρη Αττικής από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ουγγαρέζα. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Τα πρώτα της ζωγραφικά έργα ήταν παραστατικά αλλά από τη δεκαετία του 1970 και μετά μεταπήδησε στην γλυπτική. Στα έργα της χρησιμοποιεί μπρούτζο και μάρμαρο και συνήθως είναι μεγάλων διαστάσεων. Έχει επίσης καταπιαστεί με τα κοσμήματα και τα κολαζ.
Η Σοφία Βάρη υπήρξε επί 43 χρόνια συμβία του Φερνάντο Μποτέρο. Εικαστικός με διεθνή απήχηση, συνοδοιπόρος του κολομβιανού καλλιτέχνη, έχει δει έργα της να παρουσιάζονται σε μουσεία αλλά και σε εμβληματικά τοπόσημα μεγάλων πόλεων.
Μάλιστα, από τις 29 Απριλίου και έως τις 31 Οκτωβρίου δώδεκα μνημειακά γλυπτά της Βάρη θα εκτεθούν στην Park Avenue της Νέας Υόρκης, από την 53η έως την 62η οδό, μια δημόσια έκθεση που θα ξεκινήσει με την αφορμή της Διεθνούς Ημέρας Γλυπτικής και διοργανώνεται σε συνεργασία με τη Nohra Haime Gallery και το Fund for Park Avenue, μεταξύ άλλων δημοτικών και εικαστικών φορέων.
Στην Ελλάδα και στην Αθήνα συγκεκριμένα η τελευταία φορά που είδαμε έργα της ήταν στο προαύλιο του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο της έκθεσης με τίτλο «Φόρμες και αντιθέσεις» το 2018, με τα μπρούντζινα γλυπτά μαύρου χρώματος, ορισμένα με λευκές λεπτομέρειες, «για να καθαρίζονται οι συνδέσεις τους», να βρίσκονται σε διάλογο με το κανάλι του ΚΠΙΣΝ.
Βέβαια, η «παρουσία» της Βάρη είναι μόνιμη στην πόλη, όπως με τον «Θησέα», το επιβλητικό γλυπτό της στην πλατεία Κοτζιά, ενώ η υφαντή ταπισερί «I Love Greece» υποδέχεται τους ταξιδιώτες όταν εισέρχονται στις αφίξεις του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» – εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 2018 παρουσία της καλλιτέχνιδος και του βρετανού μουσικού Sting για τη στήριξη του έργου της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η Σοφία Βάρη, μια πολύ αριστοκρατική, κομψή και βαθιά ευγενής γυναίκα, έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της εκτός Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1940 και είναι το γένος Κανελλοπούλου – μάλιστα στην οικογενειακή έπαυλη στη Βάρη, από όπου δανείστηκε τελικά το όνομά της, υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Τα παιδικά και νεανικά της χρόνια τα έζησε σε Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο και Ελβετία, ενώ σπούδασε στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι. Από όταν γνώρισε τον κολομβιανό σύζυγό της τη δεκαετία του ‘70 ζουν μεταξύ Ριονέγκρο στην Κολομβία, Πιετρασάντα στην Ιταλία, Παρισιού, Νέας Υόρκης, Εύβοιας – για να μην ξεχνιόμαστε – και φυσικά Μόντε Κάρλο, όπου και πέθανε. Πάντα και παντού όμως κουβαλούσε τη χώρα μέσα της, σε όλα τη μήκη και πλάτη της Γης όπου βρέθηκε χάρη στην οικογενειακή ιστορία και εν συνεχεία μαζί με τον Φερνάντο Μποτέρο.
Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε στο πεδίο της παραστατικής ζωγραφικής, όμως από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 στράφηκε στη γλυπτική. Χωρίς να ενταχθεί σε σχολές και καλλιτεχνικά κινήματα, άντλησε ερεθίσματα από τις εμπειρίες της και δημιούργησε το προσωπικό της, εν τέλει, αναγνωρίσιμο εικαστικό ιδίωμα. Γεωμετρικές φόρμες σε διάλογο μεταξύ τους όσο και με τον χώρο που τις περιβάλλει, όπως και με την ιστορία της τέχνης, τα διδάγματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, τον κυβισμό ή και τα γλυπτά των Ολμέκων της Κεντρικής Αμερικής αλλά και εκείνα της αρχαίας Ελλάδας. Η Μεσόγειος ως έννοια και ως αύρα βρίσκεται βέβαια στο επίκεντρο του έργου της. Είτε στα κατάλευκα γλυπτά της από μάρμαρο Θάσου είτε στα ζωγραφικά έργα μεικτής τεχνικής και κολάζ είτε στα κοσμήματα, επί της ουσίας μικρογραφίες των έργων της.
«Ως Ελληνίδα που είμαι, με γοητεύουν το φως και η θάλασσα, στοιχεία που έχουν τις ιδιαιτερότητές τους. Το μεν φως βγάζει την ένταση από τους όγκους και τους κάνει πιο επίπεδους. Το δε νερό έχει μεγάλη ένταση, εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι με τον αέρα, κάτι που δεν μπορεί να κάνει με τα γλυπτά. Προσπαθώ να δώσω στα έργα μου δύναμη, πάθος, κομψότητα, αρμονία, να παραπέμπουν στην απαλότητα του νερού αλλά και στην έντασή του» έλεγε με την αφορμή της υπαίθριας έκθεσης στο ΚΠΙΣΝ, απηχώντας όμως παράλληλα τη στόχευσή της με τις δημιουργίες της.