Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και η παραγωγική ανάκαμψη της χώρας, ώστε η απογοήτευση να δώσει την θέση της στην προοπτική, σύμφωνα με τον Γιώργο Τσίπρα. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ και εκ νέου υποψήφιος στην Δυτική Αττική, μιλώντας στο ηλεκτρονικό Βήμα αναφέρει ότι η τσέπη και η προοπτική θα κρίνουν τις εκλογές και αναλύει αυτά τα δυο στοιχεία, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία και στο προγραμματικό πλαίσιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Γ. Τσίπρας στην συνέντευξή του δίνει πολύ μεγάλο βάρος στα πλεονεκτήματα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και αναφέρεται στο ερώτημα περί των μειονεκτημάτων του. Για τα ελληνοτουρκικά, ο αναπληρωτής τομεάρχης Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τάσσεται υπέρ του διαλόγου, αλλά με όρους ενεργητικής διαπραγμάτευσης και προς την Τουρκία και προς τους φίλους και εταίρους μας, με κόκκινες γραμμές που είναι αδιανόητο να περιορίζονται στα 6 ναυτικά μίλια και με άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Ποιο είναι το βασικό στοιχείο που θα κρίνει τις εκλογές της 21ης Μαΐου;
Δύο πράγματα θα κρίνουν τις εκλογές. Η τσέπη και η προοπτική. Η τσέπη, δηλαδή η ακρίβεια, οι χαμηλοί μισθοί και συντάξεις, τα υψηλά ενοίκια, τα χρέη, η άσχημη κατάσταση στην υγεία και την παιδεία, βαραίνει για τη μεγάλη πλειοψηφία, χωρίς όμως αυτό να μεταφράζεται μονοσήμαντα σε συγκεκριμένη εκλογική στάση. Περιλαμβάνει και την αποχή και το «όλοι ίδιοι είναι» και την απογοήτευση και την ακροδεξιά στάση και πολλά άλλα.
Η προοπτική, από την άλλη, αναζητείται. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που κερδίσαμε και τις δυο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 παρά το συμβιβασμό. Και αυτός είναι ο βασικός λόγος που η ΝΔ κέρδισε τις εκλογές του 2019: με την ψευδεπίγραφη προοπτική καλύτερων αμοιβών, ανάπτυξης 4%, περισσότερης ασφάλειας και λιγότερων φόρων. Τίποτα από αυτά δεν έγινε με την εξαίρεση ότι μείωσε οριζόντια (άρα και για τους έχοντες) άμεσους φόρους πάνω στο υπόστρωμα των γεμάτων ταμείων και της ρύθμισης χρέους που παραδώσαμε. Φόρους θα είχαμε μειώσει και εμείς, έμμεσους που δεν μείωσε η ΝΔ, και άμεσους, αλλά με μεγαλύτερο όφελος για τους μη έχοντες.
Μπροστά στις εκλογές της 21ης Μαΐου η ΝΔ επιχειρεί να ξεγελάσει ξανά τους ψηφοφόρους, υποσχόμενη μάλιστα εν μέρει τα ίδια που υποσχόταν το 2019 και δεν έκανε. Παράδειγμα ο φόρος επιτηδεύματος που είχε υποσχεθεί και το 2019, η αύξηση μισθών που τελικά μειώθηκαν κλπ. Και αυτά τα υπόσχεται «υπό προϋποθέσεις ανάπτυξης». Αλλά οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι έχουμε ρεκόρ ανάπτυξης. Έτσι υποσχέθηκαν και τη διατήρηση του «επιδόματος» της 13ης σύνταξης όπως την αποκαλούσαν αλλά την έκοψαν. 4,4 δισεκατομμύρια λιγότερα για τους συνταξιούχους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει μια διαφορετική προοπτική σε δυο επίπεδα. Στο βραχυπρόθεσμο, στο πρόγραμμα των 50 ημερών, με αυξήσεις συντάξεων και μισθών, και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, επαναφορά της προστασίας για τα ιδιωτικά χρέη που σωρεύτηκαν σε μνημόνια και πανδημία, μείωση έμμεσων φόρων, στήριξη των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Θα είναι η πρώτη φορά που θα κυβερνήσει σε συνθήκες κανονικότητας. Και μακροπρόθεσμα μια προοπτική παραγωγικής αναδιάρθρωσης με το κέντρο βάρους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση.
Το πώς αντιλαμβάνονται οι πολίτες τα προβλήματα και τις ευθύνες για την κατάσταση της τσέπης τους και τις προοπτικές που ανοίγονται θα το διαπιστώσουμε σε λίγες εβδομάδες.
Που υπερτερεί ή έχει μειονέκτημα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ;
Ενδιαφέρον ερώτημα. Το βασικό μας μειονέκτημα σχετίζεται με το ότι εμείς πήραμε το 2015-19 25 δισεκατομμύρια ως πλεόνασμα από την πραγματική οικονομία λόγω μνημονίου ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη λόγω πανδημίας και ρήτρας διαφυγής έδωσε στην πραγματική οικονομία 25 δισεκατομμύρια από τα ελλείμματα που θα πληρώσουμε όλοι μας ως δημόσιο χρέος στο μέλλον, συν άλλα 25 δισεκατομμύρια ευρωπαϊκούς πόρους, σε συνθήκες απόλυτης δημοσιονομικής ελευθερίας που είχαμε να δούμε από το 1992.
Το ότι αυτά τα 50 δισεκατομμύρια δεν έδωσαν παρά 1,5% ετήσιας ανάπτυξης το 2019-22, όταν ο κ. Μητσοτάκης υποσχόταν έκρηξη ετήσιας ανάπτυξης στο 4% προεκλογικά σε συνθήκες δημοσιονομικών περιορισμών, αποτελεί παταγώδη αποτυχία στη διαχείριση πόρων. Το ότι με τόσα χρήματα δεν ενισχύθηκε στο ελάχιστο το σύστημα υγείας, δεν μειώθηκαν έμμεσοι φόροι, δεν ενισχύθηκαν μικρομεσαίοι, δεν προστατεύτηκε η πρώτη κατοικία, και τόσα άλλα, δείχνει ακριβώς τι μας περιμένει την επόμενη τετραετία που επανέρχεται το Σύμφωνο Σταθερότητας αν επανεκλεγεί ο κ. Μητσοτάκης. Παρ’ όλα αυτά, τα 50 δισεκατομμύρια δόθηκαν, σε όσο λίγες τσέπες και αν τελικά έφτασαν, και 25 δισεκατομμύρια στη δική μας διακυβέρνηση έφυγαν από τσέπες.
Μειονεκτούμε επίσης ότι στο ότι νοικοκυρεύοντας την οικονομία στρώσαμε το δρόμο με την έξοδο από τα μνημόνια και τη ρύθμιση του χρέους και παραδώσαμε στη ΝΔ τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως αυτή που μείωσε την άμεση φορολογία, ανεξάρτητα αν το μέσο νοικοκυριό σήμερα πληρώνει παραπάνω φόρους στο σύνολό τους, άμεσους και έμμεσους.
Αυτά τα μειονεκτήματα όπως είναι φανερό είναι πλασματικά, γιατί συγκρίνουμε δυο ανόμοια πράγματα, αλλά δεν παύουν να λειτουργούν επικοινωνιακά. Διαχειριστικά, η ΝΔ αποδείχτηκε στην πραγματικότητα απολύτως ανίκανη να διαχειριστεί τρεις μεγάλες κρίσεις, πανδημία, ενεργειακή κρίση και ελληνοτουρκικά, αποδείχτηκε ανίκανη στα ουσιώδη για την κοινωνική πλειοψηφία. Η τραγωδία στα Τέμπη, όπως και η καταστροφή της Εύβοιας από τις πυρκαγιές, ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου που λέγεται «επιτελικό κράτος». Το επιτελικό κράτος υπήρξε μόνον για την κατάληψη του κράτους, τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης, τις απευθείας αναθέσεις των 10 δισεκατομμυρίων, τις πελατειακές και κομματικές προσλήψεις, τα golden boys, τις παρακολουθήσεις, τα χωρίς προτεραιοποίηση και εγχώρια οφέλη αλόγιστα εξοπλιστικά, το ξέπλυμα της Greek Mafia, την κάλυψη της ενεργειακής αισχροκέρδειας και της τεράστιας αναδιανομής πλούτου με τους πλειστηριασμούς των funds.
Έχει κανείς αμφιβολία ότι σε ζητήματα διαφθοράς, ισονομίας, δικαιοσύνης, χρηστής διαχείρισης, κοινωνικής προστασίας και δημόσιων πολιτικών που αποσκοπούν στην ανακούφιση και στήριξη της πλειοψηφίας έχει πλεονέκτημα ο ΣΥΡΙΖΑ; Αλλά και στο ζήτημα της ανάπτυξης, μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρόγραμμα παραγωγικής αναδιάρθρωσης και αξιοποίησης του Ταμείου ανάπτυξης σε όφελος του των μικρομεσαίων επιχειρήσεων των αγροτών και των εργαζομένων.
Το σύνηθες τρικ είναι να γίνεται λόγος μόνον για τη φορολογία και όχι για τις τεράστιες περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και δαπάνες του κοινωνικού κράτους, που έγιναν το διάστημα 2010-2014. Αλλά ακόμη και στο πεδίο της φορολογίας οι μεγάλες αυξήσεις σε άμεσους και έμμεσους φόρους συντελέστηκαν και πάλι το διάστημα 2010-2014. Τα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα. Κατά παράδοξο τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ χρεώνεται την υπέρμετρη φορολογία των μνημονίων στην οποία προσθέσαμε μόνο ένα μικρό κλάσμα προστατεύοντας συντάξεις και μισθούς και προκειμένου η χώρα να βγει από τη μνημονιακή επιτήρηση. Στα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε μόνο τα 4,5 χρόνια της κρίσης με τις χειρότερες οικονομικές συνθήκες και τα κατάφερε, παρά τα όποια λάθη.
Οι μετρήσεις καταγράφουν μια απόσταση από τη ΝΔ. Αυτή ανατρέπεται σε δυόμιση εβδομάδες έως τις εκλογές και πως;
Οι μετρήσεις που αναφέρεστε καταγράφουν ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος που αυτοπροσδιορίζεται ως αναποφάσιστος, πολλοί ερωτώμενοι αποφεύγουν να συμμετάσχουν σε έρευνες, και πολλοί δημοσκόποι επισημαίνουν υπάρχει «βουβαμάρα» του εκλογικού σώματος. Για αυτό το λόγο είναι δύσκολο να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα για τις εκλογές του Μαΐου.
Η προεκλογική τακτική της ΝΔ εστιάζεται στη σύγχυση του πολίτη, στη μετάθεση όλων των δεινών της χώρας στη διακυβέρνηση του 2015-19 σαν να μην υπήρξε πριν και μετά, και ταυτόχρονα υποβάλλει το «όλοι ίδιοι είναι» επιδιώκοντας να εξαφανίσει τη δική της αποτυχημένη διαχείριση τα τέσσερα τελευταία χρόνια μιας πλήρους θητείας. Με τη μιντιακή υπεροπλία που διαθέτει η στρατηγική αυτή αφήνει αποτύπωμα σύγχυσης στις συνειδήσεις του κόσμου.
Τι απασχολεί περισσότερους τους ψηφοφόρους στην περιοχή σας διότι εκλέγεστε και είστε υποψήφιος σε μια περιοχή με πολλά προβλήματα.
Στη Δυτική Αττική υπάρχουν περισσότερα προβλήματα από άλλες περιοχές και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Οι χαμηλοί μισθοί, η ανεργία και τα υψηλά ενοίκια είναι τα κοινά προβλήματα αλλά συνδυάζονται με εκτεταμένη μαύρη εργασία και υποαπασχόληση. Στη διάρκεια της πανδημίας το φαινόμενο να εργάζονται εργαζόμενοι με κόβιντ πήρε διαστάσεις. Υπάρχει ωκεανός μικρομεσαίων επιχειρήσεων που πολλές φυτοζωούν και χαρακτηρίζονται από την κυβέρνηση ζόμπι. Υπάρχουν πολλά προβλήματα φτωχής περιφέρειας για μια περιοχή που βρίσκεται στην Αττική χωρίς η περιοχή να αντιμετωπίζεται από το κράτος ως φτωχή περιφέρεια, σε επίπεδο ύψους ενισχύσεων, επιδοτήσεων και προγραμμάτων, αλλά ως πρωτεύουσα.
Η εκτεταμένη βιομηχανική δραστηριότητα δομήθηκε με εντελώς άναρχο τρόπο περασμένες δεκαετίες, κυρίως στο Θριάσιο Πεδίο, με υποβάθμιση του περιβάλλοντος για τους κατοίκους αλλά και αρνητικές συνέπειες για τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Συνολικά, το περιβαλλοντικό ζήτημα είναι μεγάλο πρόβλημα στη Δυτική Αττική από τη μεγαλύτερη χωματερή στην Ευρώπη και τις οχλούσες βιομηχανίες μέχρι τη χωροταξική αναρχία και την έλλειψη παραλιακού μετώπου.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσει κανείς την έλλειψη υποδομών και κοινωνικού κράτους όπως σε απομακρυσμένη επαρχία. Χρειάζονται πολύ καλύτερες συγκοινωνίες με την υπόλοιπη Αττική, και για τους εργαζόμενους που πηγαινοέρχονται και για τα εμπορεύματα. Χρειάζονται περισσότερες και καλύτερες μονάδες υγείας και σχολεία και χώροι άθλησης και στήριξή τους.
Πρέπει να προσθέσει ακόμη κανείς τη μόνιμη αδιαφορία της κυβέρνησης για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες που στοιβάζονται εδώ και έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Υπάρχει επίσης έλλειμμα ασφάλειας σε πολλές περιοχές ενώ συνολικά η αστυνόμευση στη Δυτική Αττική επιδεινώθηκε στα τέσσερα προηγούμενα χρόνια παρά το προεκλογικό αφήγημα Μητσοτάκη για περισσότερη ασφάλεια, που προφανώς εξαντλήθηκε στην πανεπιστημιακή αστυνομία και στα Εξάρχεια, την ώρα που προχώρησε σε αθρόες πελατειακού τύπου προσλήψεις στην αστυνομία.
Με δυο κουβέντες, η Δυτική Αττική ήταν διαχρονικά με τις πολιτικές των κυβερνήσεων η πίσω αυλή της Αθήνας. Για να αλλάξει αυτό, απαιτούνται ειδικές πολιτικές με ορίζοντα δεκαετίας για τις συνθήκες εργασίας, τις επιχειρήσεις, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, την εγκληματικότητα. Το σχέδιο που εκπονήθηκε στην Περιφερειακή Συνδιάσκεψη της Δυτικής Αττικής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2017 απαντούσε στα ζητήματα αυτά, αλλά εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Είδαμε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Τι προτάσσετε από αυτό;
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προτάσσει τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας στα υπερκέρδη των λίγων. Σήμερα οι πολλοί είναι αντιμέτωποι με υποβάθμιση των μισθών, των κοινωνικών παροχών στην υγεία και την παιδεία. Η όξυνση των προβλημάτων οδηγεί μεγάλα κοινωνικά στρώματα στην απογοήτευση και στην περιθωριοποίηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει παρουσιάσει το άμεσο πρόγραμμα ανακούφισης των πολιτών με το τρίπτυχο: αύξηση μισθών, μείωση τιμών και ρύθμιση χρεών. Έχει επίσης παρουσιάσει μεσοπρόθεσμες προτάσεις για την παραγωγική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και για ένα δίκαιο και αποτελεσματικό κράτος. Δηλαδή το κοινωνικό κράτος και τη δημόσια διοίκηση.
Οι χρόνιες παθογένειες και αρνητικές δημογραφικές τάσεις απαιτούν την στροφή σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς μόνο με υψηλότερη παραγωγικότητα και δικαιότερη αναδιανομή μπορούν να αντιμετωπιστούν οι αυξανόμενες ανάγκες από τη γήρανση του πληθυσμού. Στόχος μας είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και η παραγωγική ανάκαμψη της χώρας, ώστε η απογοήτευση να δώσει την θέση της στην προοπτική.
Επειδή παρακολουθείτε πολύ στενά και τα θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Μήπως έρχεται η περίοδος που μπορεί να συζητήσουμε ουσιαστικά με την ηγεσία της Τουρκίας ζητήματα που μας φέρνουν απέναντι; Τι ακριβώς σημαίνει να δούμε μια Συμφωνία τύπου Πρεσπών;
Όσοι προκρίνουν Πρέσπες του Αιγαίου, έχουν απλοϊκή αντίληψη για το διακύβευμα των ελληνοτουρκικών , όπως και για την ίδια τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για την τελευταία (προσωπικά σέβομαι τις κριτικές που δεν εκκινούν από τυφλή εθνικιστική υστερία) κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει τρία πράγματα. Πρώτον, ότι ήταν μια συμφωνία όπου δώσαμε και πήραμε. Μπορεί να διαφωνεί κανείς στο τι δώσαμε αλλά κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι πήραμε: οι γείτονες άλλαξαν τη συνταγματική τους ονομασία σε Βόρεια Μακεδονία, αποκήρυξαν τον αλυτρωτισμό και την ιδιοποίηση της ιστορίας μας. Η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes ήταν πάγιος στόχος όλων των κομμάτων μέχρι να αρχίσουν το «τσάμικο» το 2018, και δεν υπήρχε ως ρεαλιστική δυνατότητα επί Γκρούεφσκι ούτε στα πιο αισιόδοξα όνειρα προηγούμενων κυβερνήσεων που απεργάζονταν απαράδεκτες «λύσεις» και μετά παρίσταναν τους τιμητές. Δεύτερον, ποια ήταν η εναλλακτική; Να συνεχίσουν άπαντες πλην ημών να ονομάζουν τους γείτονες Μακεδονία, σκέτο. Με ποια λογική αυτή η de facto παραχώρηση χωρίς συμφωνία θα ήταν λιγότερο επιζήμια για μας από την όποια de jure παραχώρηση με το συμβιβασμό της Συμφωνίας των Πρεσπών; Τρίτον, με όλες τις τελευταίες εξελίξεις, χωρίς συμφωνία θα είχαμε την Τουρκία εκτός από τα ανατολικά και στα βόρεια σύνορά μας, σε συνεργασία με τη Ρωσία, όπως και την έχουμε τώρα νότια (Λιβύη).
Η ρήση του προχωρημένου σε ηλικία Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «η Μακεδονία είναι μια και είναι ελληνική» προκάλεσε συγχύσεις και έγινε το άρμα για πατριδοκάπηλους. Στο γεωγραφικό χώρο της αρχαίας Μακεδονίας διαμορφώθηκαν ιστορικά εκτός της νεοελληνικής, η βουλγαρική και η γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Συνεπώς, το «η Μακεδονία είναι μια» ήταν απολύτως ανιστόρητο.
Πάμε τώρα στις «Πρέσπες του Αιγαίου».
Πρώτον, φοβάμαι ότι όσοι μιλούν έτσι συγχέουν τον έντιμο συμβιβασμό με την παραχώρηση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων χωρίς να αντάλλαγμα. Δηλαδή δίνουμε χωρίς παίρνουμε και αυτή είναι θεμελιώδης διαφορά από τις Πρέσπες. Αν η Τουρκία διεκδικεί σήμερα δέκα πράγματα, δεν συνιστά συμβιβασμό το να δώσουμε τα πέντε. Αύριο, αναμφίβολα, μπορεί να ζητήσει είκοσι. Θα δώσουμε τα δέκα; Δεν έχει καμιά λογική να δώσουμε το ελάχιστο από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα που είναι κατοχυρωμένα από το Διεθνές Δίκαιο.
Δεύτερον, υπάρχει η αυταπάτη ότι αν δώσουμε θα πάρουμε ειρήνη. Και αυτό είναι λάθος. Η Τουρκία κατέλαβε τη μισή Κύπρο και, όπως βλέπετε, μισό αιώνα μετά, την εμποδίζει να εκμεταλλευτεί την ΑΟΖ της, επανήλθε στα Βαρώσια κλπ. Δεν υπάρχουν όρια στον επεκτατισμό της Τουρκίας.
Αν η Τουρκία αποκτήσει δικαιώματα στο «μισό Αιγαίο», δηλαδή σε διεθνή ύδατα που με την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. θα ήταν εθνικά χωρικά μας ύδατα, απλώς θα εκκινεί τον επεκτατισμό και τις χωρίς όρια διεκδικήσεις της από πιο προωθημένη βάση, όπως τώρα με την Κύπρο ή στη Συρία και στο Ιράκ.
Ειρήνη με την Τουρκία, με τα χαρακτηριστικά της Φιλίας με τη Βόρεια Μακεδονία που μπορούσε να εξασφαλίσει η Συμφωνία των Πρεσπών (αν δεν ήταν ο λαϊκισμός Μητσοτάκη) δεν μπορεί να υπάρξει στο ορατό μέλλον, παρά μόνον αν η Άγκυρα πάψει να διεκδικεί ελληνικά νησιά και αποδεχτεί το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στο Αιγαίο, πράγμα απίθανο. Θα υπάρξουν καλύτεροι συσχετισμοί στο μέλλον όπως υπήρξαν και στο παρελθόν που δεν εκμεταλλεύτηκαν οι τότε κυβερνήσεις. Αρκεί μέχρι τότε να ενισχύουμε τη θέση μας.
Με λίγα λόγια. Η Τουρκία είναι και αισθάνεται πιο ισχυρή από το παρελθόν και επιδιώκει γεωπολιτική αναδιανομή, όχι μόνο προς την Ελλάδα, απειλώντας με βία. Έχει περάσει από τη συστηματική αποτροπή άσκησης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων προηγούμενων δεκαετιών στην ενεργό επιδίωξη να «μοιραστεί» ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και κυριαρχία. Η Δύση προσπαθώντας να την κρατήσει στο δυτικό στρατόπεδο αλληθωρίζει προς το ενδεχόμενο να της κάνει το χατίρι σε βάρος μας. Κι εμείς από την πλευρά μας δεν έχουμε χαράξει συγκροτημένη εθνική στρατηγική απέναντι στην αναβαθμισμένη απειλή εξ ανατολών και την ανοχή της Δύσης.
Όλοι θα προτιμούσαμε τα παιδιά μας να ζήσουν σε μια Ελλάδα που όπως πχ η Δανία δεν αντιμετωπίζει μεγάλη απειλή, δεν έχει ανάγκη να διαθέτει μεγάλους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους, για την ασφάλειά της αντί να τους κατευθύνει αλλού. Η επιλογή αυτή για μας, δυστυχώς, προς το παρόν δεν υπάρχει. Με τον φίλο τουρκικό λαό μας συνδέουν πολιτιστικοί δεσμοί, αλλά υπάρχει και το τουρκικό βαθύ κράτος και άρχουσα τάξη. Πρέπει να ζήσουμε αντιμετωπίζοντας μια διαρκή απειλή. Και μπορεί να αντιμετωπιστεί! Αυτή δεν είναι μια επιλογή, είναι η μόνη επιλογή. Όποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να αγοράσει κάτι ακριβό όπως μη-απειλή σε φθηνή τιμή απλώς σκέπτεται απλοϊκά ή έχει κρυφές επιδιώξεις. Απ’ την άλλη, να είστε βέβαιοι πως και η Δανία, επειδή είναι ένα κράτος που σέβεται τον εαυτό του, στη δική μας γειτονιά θα είχε πολύ διαφορετική συμπεριφορά από τις ελληνικές κυβερνήσεις στην εξωτερική πολιτική, όπως έχει και σήμερα στα «ειρηνικά» πεδία.
Για τον κ. Μητσοτάκη η ολοφάνερη επιδίωξη στην εξωτερική και αμυντική πολιτική τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια ήταν να ρευστοποιεί τα πάντα σε παρούσα αξία για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Παράδειγμα, η ελληνοαμερικανική συμφωνία ή η στάση του στην ουκρανική κρίση ή τα εξοπλιστικά. Όχι να αποσπάσει μακροπρόθεσμα ανταλλάγματα και οφέλη για τη χώρα αλλά μόνο να δώσει και ενίοτε να ζημιώσει τη χώρα, απλώς και μόνο έναντι του ευτελούς αντιτίμου ο ίδιος και η κυβέρνησή του να εισπράττει στο παρόν τα εύσημα ως «δεδομένος» και καλό παιδί της Δύσης. Για αυτό και περάσαμε από την εθνική ήττα του τουρκολιβυκού συμφώνου και το Βατερλό του Ορούτς Ρεις στην εθελοντική απόσυρση των κυρώσεων κατά της Τουρκίας από τα τραπέζια των Βρυξελλών και στην «αποσύνδεση» από την Κύπρο, ενώ ο κ. Μητσοτάκης δεν σταματά να κάνει διαρκώς λόγο για «θαλάσσιες ζώνες», και το κάνει συνειδητά, γνωρίζοντας ότι αυτές δεν περιλαμβάνουν τη μόνη διαφορά με τους γείτονες που αναγνωρίζουμε, την υφαλοκρηπίδα, αλλά και τα χωρικά μας ύδατα.
Εν κατακλείδι, ναι στο διάλογο αλλά με όρους ενεργητικής διαπραγμάτευσης και προς την Τουρκία και προς τους φίλους και εταίρους μας, με κόκκινες γραμμές που είναι αδιανόητο να περιορίζονται στα 6 ν.μ. του κ. Γεραπετρίτη, και με άσκηση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Διαθέτουμε σημαντικά όπλα που απλώς δεν αξιοποιούμε και η εποχή που μπορούσαμε να τρώμε από τα έτοιμα του ζημιογόνου «δόγματος της ακινησίας» στην εξωτερική μας πολιτική έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ο διάλογος υπό αυστηρές προϋποθέσεις μπορεί και θα έπρεπε να οδηγήσει σε προσφυγή σε Διεθνές Δικαστήριο, μόνον εφόσον διασφαλίζεται η κυριαρχία και βασικά κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.