Την αντιδιαστέλλω προφανώς από το «Όνομα Δημοκρατία», όπως το περιέγραφα την περασμένη Τρίτη τονίζοντας τη σημασία της ονοματοθεσίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Συντάγματος. Εκεί, υπενθύμιζα την κρατυλική χειρονομία περί της ορθότητας των ονομάτων συνδέοντας τη γνώση της γλώσσας με τη γνώση των πραγμάτων. Αλλά το έτυμον «Δημο-κρατία» ισχύει άραγε στη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία μας; Με το «κατ’ όνομα» προφανώς αναφέρομαι στην μαρξιστική προβληματική σύμφωνα με την οποία η θεωρία του Κράτους και του Δικαίου δεν είναι παρά το βασικό στοιχείο της επιστημονικής αντίληψης μιας ταξικής κοινωνίας από θεωρητικούς και κυρίως νομικούς, οι οποίοι δικαιολογούν τη σημασία της νομικο-πολιτικής και ιδεολογικής “υπερδομής” της κοινωνίας ενώ ο τελικός καθορισμός, σε «τελευταία ανάλυση», εξαρτάται από την οικονομική βάση. Και πώς αλλιώς, αφού η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από την πάλη των τάξεων, που ο αλήστου μνήμης Λάσκαρης την είχε καταργήσει;
Από τότε όμως που διάβασα το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και εντρύφησα στο περιβόητο σύγγραμμα του Ευγένιου Πασουκάνις «Η γενική θεωρία του Δικαίου και ο μαρξισμός», και από τότε που δίδαξα -μετά την μεταπολίτευση- στα αμφιθέατρα της Παντείου τον Αλτουσέρ και τη σημασία των «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους», έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ο Πουλαντζάς αυτοκτόνησε, ο Αλτουσέρ σκότωσε τη γυναίκα του, το τείχος του Βερολίνου έπεσε και εγώ μεταστράφηκα περισσότερο εξαιτίας μιας επιστημολογικής κρίσης παρά εξαιτίας του ηλικιακού συμβιβασμού. Γέρασα, ώστε να έχω την ευχαρίστηση κάποιου που έχει το δικαίωμα να μην είναι ο εαυτός του. Στο μεταξύ, διάβαζα Ντερριντά, ώστε να μπορώ να πω πώς γίνεται να διακρίνει κανείς τον χορευτή από τον χορό. Αυτό όμως που ως τώρα δεν αποφάσισα είναι εάν η «στροφή» από τον μαρξισμό αποτελούσε για μένα πρόοδο ή οπισθοδρόμηση. Διότι τι είναι το «γράμμα» και τι διακυβεύεται στη σκηνή της γραφής; Ποιο είναι εκείνο το ρυζόχαρτο που χωρίζει τα γραπτά μας από την τρέλα; Έγραψα ποίηση θεωρώντας το ποίημα και ως μεθοδολογικό εργαλείο («οιονεί έννοια» όπως το “ίχνος” στην αποδόμηση) για να κατανοήσω τη θεωρία και τους ερμηνευτικούς δείκτες που πυροδοτεί η ανάγνωση και η γραφή. Αλλά οι παρατηρήσεις μου αυτές προϋποθέτουν καλά συγκερασμένα κλειδοκύμβαλα. Τι είναι ένα ποίημα και τι είναι ένα «χαρτί» (το Σύνταγμα); Ποιον θεραπεύει (φάρμακο) ή ποιον δηλητηριάζει (φαρμάκι); Ποιον καλεί σε εγρήγορση; Σε ποιον πατριωτισμό επαφίεται και πώς κατευθύνει την συνάντηση με τον άλλον; Είναι δυνατόν να υπάρξει ενότητα διάκρισης και μη διάκρισης, η οποία να συντίθεται στην ίδια θέση, χωρίς αυτή να αίρεται ως ενότητα μέσω μιας διαλεκτικής διαμεσολάβησης; Το παράδειγμα αυτού του παράδοξου είναι πιστεύω, το κείμενο του Συντάγματος, η συγκροτητική δομή του οποίου θεμελιώνεται – όπως άλλωστε συμβαίνει με το ποίημα – στον εαυτό της την ίδια στιγμή που δεν διακρίνεται από ένα καταγωγικό «προ το νόμου» (χωρίς διαλεκτική διαμεσολάβηση). Από το “προ του νόμου” προέρχεται και η αναγκαιότητα του νόμου, την ίδια στιγμή που αυτό το «προ του νόμου» υφίσταται ήδη ως κοινωνική πραγματικότητα, ένστικτα, ατομική ιδιοκτησία, ιθαγένεια, εγωισμοί. Το Σύνταγμα λοιπόν, το όνομα δηλαδή της Δημοκρατίας, θεμελιώνεται στον εαυτό του, εφόσον στη συνείδηση του πολίτη εμφανίζεται ως «γεγονός του Λόγου», όπως αναφέρει ο Kant γράφοντας για το νόμο. Και αυτή είναι η αιτία που επαφίεται στον πατριωτισμό του αναγνώστη του. Δεν επαφίεται όμως σε καμμία ψευδή συνείδηση και σε κανέναν κατ’ επίφαση αναγνώστη των ευπώλητων. Από την ψευδή συνείδηση ασφαλώς επιβάλλονται ψευδονόμοι, που εμφανίζονται ως «γεγονότα του Λόγου». Ακόμη και όταν δικαιολογούνται μέσω της αντιπροσωπευτικής αρχής στις κοινοβουλευτικές μας δημοκρατίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι νόμοι αυτοί δεν παραμένουν ψευδείς και ότι αυτοί ρυθμίζουν την καθημερινότητά μας, εμπαίζοντας το Σύνταγμα.
Ό,τι λοιπόν χαρίζει την υπερβατολογική διάσταση του Συντάγματος, μπορεί να είναι το δικαστήριο της συνείδησης; Αυτό κρίνει και αυτό απαλλάσσει από τις αυταπάτες. Μέσω της υπερβατολογικής σύνθεσής του και της οιονεί εποπτείας του εντοπίζει τη διαφορά διότι η αντικειμενική γνώση -και η ανάγνωση του Συντάγματος- είναι δεδομένη. Εξαρτάται από μία ηθική αίσθηση. Αυτό το αίσθημα μιας ριζικής ακαθοριστίας όμως, καθίσταται προβληματικό στο πολιτικό πεδίο. Διότι το ανήθικο μπορεί να προέρχεται από την υιοθέτηση ενός παθολογικού – ταπεινού ελατηρίου και να συντελείται υπό το πρόσχημα του νόμου.
Στη Μυρτώ Ρήγου και στο βιβλίο της Εκδοχές του Νόμου (Πλέθρον), ας προστρέξει όποιος ζητάει περισσότερα. Εγώ παραμένω στην εικόνα του γράμματος που βλέπουμε στον πίνακα του οφθαλμιατρείου κατά την εξέταση για την ορθή ή εσφαλμένη ανάγνωσή του και τις διαπιστώσεις του γιατρού για τον βαθμό μυωπίας του καθενός μας.
Τι είδους αλήθεια επιτέλους διακυβεύεται με την ονοματοθεσία ως πτύχωση μεταξύ ονόματος και αναφοράς; Δεν πρόκειται βέβαια για την αλήθεια ως αναπαράσταση ή εμπειρική γνώση. Το περί τίνος πρόκειται το αφήνω στους συνταγματολόγους. Εγώ θεωρώ το «γράμμα» του Συντάγματος ως γλωσσικό συμβάν που είναι δομημένο σαν μία γλώσσα. Και τότε, η υπόθεση της ονοματοθεσίας που προτείνω, αιτιολογείται και μέσω της λακανικής θεωρίας για την πρωτοκαθεδρία του σημαίνοντος. Οπότε η ρήση του Λακάν «το υποκείμενο είναι ένα σημαίνον για ένα άλλο σημαίνον», προάγεται σε «το Σύνταγμα (και το σύνταγμα στη γλωσσολογία) είναι ένα σημαίνον για ένα άλλο σημαίνον». Γνωρίζω ότι ούτε το ίδιο το Σύνταγμα δεν μπορεί να σκεφτεί τον εαυτό του παρά μόνον όταν το σκέφτεται ο αναγνώστης. Γι’ αυτό την τήρησή του την εξαρτά από τον πατριωτισμό του αναγνώστη. Πράγματι το Σύνταγμα δεν επιτελεί εάν δεν κατονομάσει, εάν δεν περιγράψει ό,τι αυτό το ίδιο επιτελεί. Και δεν αρκούν οι συνταγματολόγοι για την ερμηνεία του. Το αίτημα της εφαρμογής του (ο πατριωτισμός) προϋποθέτει εκτός από αισθήματα, γνώσεις. Το Σύνταγμα απαιτεί απόσταση του εμπειρικού από το υπεβατολογικό τη στιγμή που σκοπεύει και στα δύο. Και με αυτό τον τρόπο δεν δοκιμάζει μόνο τον πατριωτισμό ενός εκάστου αλλά και την ευφυΐα του. Η περατότητα του ανθρώπου ως «εμπειρικο- υπερβατολογικού διπλού όντος», όπως γράφει ο Φουκώ, αποτυπώνει αυτήν ακριβώς την ιδιότητα του ονόματος της Δημοκρατίας. Το όνομα, ανίκανο να εξέλθει από την έννοια και να εκθέσει ό,τι ονομάζει στο εντελώς άλλο μιας υπερβατολογικής υπέρβασης, θα πρέπει να επικαλεστεί την υπέρβαση ενός άλλου κόσμου, μίας Δημοκρατίας à venir.
Να συνεχίσω; Αντιγράφω ως κατακλείδα το ξεκίνημα του Ρεμπώ από τις Εκλάμψεις του: Αρκετά είδα. Το όραμα αντάμωσα σ’ όλους τους αιθέρες. / Αρκετά πήρα. Βόμβους των πόλεων, το βράδυ, και στον ήλιο, και πάντα. / Αρκετά γνώρισα. Τις στάσεις της ζωής. – Ω Βόμβοι και Οράματα! / Ξεκίνημα μέσα σε καινούριες αγάπες και θορύβους!