Πέρα από τις επί μέρους ενστάσεις που διατυπώθηκαν, είναι βέβαιο πως στην υπόθεση του νεοναζιστικού μορφώματος η ελληνική Πολιτεία κινήθηκε συντεταγμένα. Η εκτελεστική εξουσία ανέλαβε μια νομοθετική πρωτοβουλία, η νομοθετική εξουσία την υπερψήφισε, ενώ στην δικαστική ανατέθηκε η δικανική κρίση.
Η υπόθεση αναστάτωσε την πολιτική ζωή του τόπου. Στο τέλος της ημέρας, ωστόσο, μπορούν να εξαχθούν ορισμένα βασικά συμπεράσματα.
Το ένα είναι πως η επιχείρηση παράκαμψης του νόμου από τους νεοναζιστές με «μπροστινούς» και άλλα τεχνάσματα ενεργοποίησαν αντανακλαστικά, τα οποία δεν είναι πάντοτε δεδομένα για το πολιτικό σύστημα. Θα μπορούσε να πει κανείς συνοπτικά πως η Πολιτεία κινήθηκε αργά αρχικά, αλλά στη συνέχεια και όταν χρειάστηκε, αντέδρασε ταχύτατα.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως, μπορεί η δημοκρατία να τους χωρά όλους, αλλά η βασική αυτή αρχή δεν υποχωρεί απέναντι στους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τη λειτουργία της.
Με απλά λόγια, οι εκλογές δεν είναι ούτε πασαρέλα ούτε πανηγύρι. Και η Βουλή, όπως καταδεικνύεται από τις πρώτες αποφάσεις του Αρείου Πάγου σχετικά με τη συμμετοχή των κομμάτων στην εκλογική διαδικασία, δεν είναι το γνωστό δωμάτιο με το φως που βλέπει κανείς και μπαίνει.
Η δημοκρατία οφείλει, ναι, να είναι ανεκτική και ευρύχωρη. Αλλά ανεκτική και ευρύχωρη δεν σημαίνει ανίσχυρη. Σε αυτή ακριβώς τη γραμμή κινήθηκαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τόσο με την υπερψήφιση του «μπλόκου» στο νεοναζιστικό μόρφωμα όσο και με τα υπομνήματα που κατέθεσαν στον Αρειο Πάγο.
Κι αυτό είναι ένα ακόμη βασικό συμπέρασμα που θα άξιζε να κρατήσει κανείς στο τέλος της ημέρας.