Στη JP Morgan θα πουληθεί η First Republic, αφού περάσει στα χέρια των ρυθμιστικών αρχών των ΗΠΑ, καθώς οι προσπάθειες διάσωσης δεν οδήγησαν σε αποκατάσταση των προβλημάτων που προκάλεσαν λανθασμένες επενδύσεις.
Οπως μεταδίδει το Bloomberg, το Τμήμα Οικονομικής Προστασίας και Καινοτομίας της Καλιφόρνια ανακοίνωσε πως η JPMorgan «θα αναλάβει όλες τις καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένων όλων των ανασφάλιστων καταθέσεων, και ουσιαστικά όλων των περιουσιακών στοιχείων» της First Republic.
Η Υπηρεσία Οικονομικής Προστασίας και Καινοτομίας της Καλιφόρνιας (DFPI) διόρισε την ομοσπονδιακή υπηρεσία (Federal Deposit Insurance Corporation FDIC) για την εποπτεία της First Republic, της τρίτης περιφερειακής τράπεζας που κατέρρευσε στις ΗΠΑ μέσα δύο μήνες, ενώ ανακοίνωσε ότι αποδέχτηκε την προσφορά από την JPMorgan Chase Bank και από την National Association, Columbus, Ohio για τη διαχείριση όλων των καταθέσεων.
“Οι καταθέσεις είναι ομοσπονδιακά ασφαλισμένες από το FDIC με την επιφύλαξη των ισχυόντων ορίων”, ανέφερε το DFPI στην ανακοίνωσή του.
Η συναλλαγή καθιστά την JPMorgan, τη μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, κάτι το οποίο στο παρελθόν η κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες να αποφευχθεί. Λόγω των ρυθμιστικών περιορισμών που ισχύουν στη χώρα, το μέγεθος της JPMorgan και το μερίδιο που κατέχει σε καταθέσεις θα την εμπόδιζαν υπό κανονικές συνθήκες να επεκτείνει περαιτέρω την καταθετική της βάση.
Από την άλλη, η JPMorgan ήταν βασικός παίκτης σε όλες τις προσπάθειες της First Republic. Η τράπεζα συμβούλεψε την περιφερειακή τράπεζα στην προσπάθειά της να βρει στρατηγικές εναλλακτικές και ο CEO της JPMorgan, Τζέιμι Ντίμον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να ωθήσει τραπεζικά στελέχη να εισφέρουν με καταθέσεις 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην First Republic για να στηρίξουν τα οικονομικά της εν μέσω μεγάλων εκροών μέσα στον Μάρτιο.
H διαδρομή προς την κατάρρευση
Όπως και άλλες περιφερειακές τράπεζες, η First Republic βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγάλη πίεση όσο αυξάνονταν τα επιτόκια από τη Fed για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, πλήττοντας την αξία των ομολόγων και των δανείων που αγόρασε η τράπεζα όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά.
Στο μεταξύ, οι καταθέτες άρχισαν να αποσύρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, αρχικά αναζητώντας καλύτερες αποδόσεις, και στην πορεία λόγω του προβληματισμού που διέρρευσε για την υγεία της First Republic.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα έλλειμμα κεφαλαίου, τέτοιο που απέτρεπε κάποια τράπεζα να αναλάβει τη διάσωσή της.
Τα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου που δημοσιοποιήθηκαν τον Απρίλιο έφεραν σε ακόμα πιο δεινή θέση την περιφερειακή τράπεζα, η οποία οδηγήθηκε σε εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. Η τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα απολύσει μέχρι 25% του προσωπικού της, θα μειώσει τα ανεξόφλητα δάνεια και θα περιορίσει τις μη βασικές δραστηριότητες.
Έντεκα αμερικανικές τράπεζες προσπάθησαν να διατηρήσουν στη ζωή τη First Republic, δεσμεύοντας νέες καταθέσεις 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις 16 Μαρτίου, με την JPMorgan, την Bank of America, τη Citigroup και την Wells Fargo & Co. να τοποθετούν 5 δισεκατομμύρια δολάρια η καθεμία. Η Goldman Sachs Group και η Morgan Stanley και άλλες τράπεζες πρόσφεραν μικρότερα ποσά ως μέρος ενός σχεδίου που καταρτίστηκε από κοινού με τις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ. Επιπλέον, η First Republic αξιοποίησε το συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας στεγαστικών δανείων και μια γραμμή ρευστότητας της Fed.
Τίποτα, ωστόσο, από όλα αυτά δεν στάθηκε αρκετό, με τη μετοχή να βυθίζεται από τα 170 δολάρια του Μαρτίου κάτω από τα 5 δολάρια μέσα στον Απρίλιο. Η κατάρρευση της First Republic σήμανε νέο συναγερμό στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο τους κατόχους κοινών μετοχών, αλλά και περίπου 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια προνομιακών μετοχών και 800 εκατομμύρια δολάρια σε ανασφάλιστα χρεόγραφα.