Σαν σήμερα, στις 27 Απριλίου του 1935, γεννήθηκε στην Αθήνα ένας σπουδαίος σκηνοθέτης. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο της οδού Αχαρνών στον Άγιο Παντελεήμονα και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός.
Ένας άλλος σπουδαίος σκηνοθέτης ο Παντελής Βούλγαρης έλεγε για το πόσο τυχερός είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, γιατί εκεί που πήγε, θα μπορούσε να σκηνοθετήσει σπουδαία έργα με πρωταγωνιστές την Μελίνα Μερκούρη, τον Θανάση Βέγγο, τον Τάκη Χορν, την Έλλη Λαμπέτη και με όλα τα λαμπερά ονόματα που δόξασαν όλα αυτά τα χρόνια τον ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο.
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 88 χρόνων από την γέννησή του «Το Βήμα» παρουσιάζει τα γυρίσματα της πέμπτης ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μεγαλέξανδρος», που πραγματοποιήθηκαν στην Σύρο (όπου βρέθηκε και «Το Βήμα») και όσα συνέβησαν σε εκείνα τα γυρίσματα ήταν συναρπαστικά, αποδεικνύοντας το μεγαλείο του σκηνοθέτη:
«Το Δημαρχείο της Σύρου, ένα μεγαλόπρεπο νεοκλασικό κτίριο, κοντά στην παραλία του νησιού, είχε περικυκλωθεί από δεκάδες στρατιώτες, ληστές και αναρχικούς, που ετοιμάζονταν να «εισβάλουν» μέσα στις φωτεινές αίθουσές του.
Η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα και έβρεχε τόσο δυνατά που οι ληστές αναγκάσθηκαν να… δανεισθούν μερικές ομπρέλες από τα γειτονικά σπίτια, για να μην περιμένουν στη βροχή το σύνθημα για «εισβολή». Οι στρατιώτες έβριζαν μέσα απ’ τα δόντια τους, γιατί οι λουστραρισμένες μπότες τους κόλλησαν στη λάσπη, ενώ οι αναρχικοί, με τις μακριές μάλλινες κάπες τους κατέφυγαν στο γειτονικό καφενείο και απολάμβαναν ήσυχα το ζεστό τσάι, που τους πρόσφερε ο Συριανός καφετζής.
Οι λίγοι χωροφύλακες που βρίσκονταν εκεί, όχι μόνο δεν επενέβησαν, αλλά βοηθούσαν κάπου κάπου τους ληστές και τους αναρχικούς να ξεκολλήσουν από τη λάσπη και προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον κόσμο να μην πλησιάσει στην πλατεία.
Αν δεν υπήρχαν οι δυνατοί προβολείς του κινηματογραφικού συνεργείου, ο επισκέπτης σίγουρα θα ξαφνιαζόταν βλέποντας τους χωροφύλακες να περπατούν αγκαλιά με οπλισμένους γενειοφόρους ληστές και αναρχικούς, να αστειεύονται μεταξύ τους και να βοηθά μάλιστα ο ένας τον άλλο να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Τέτοια «συνύπαρξη» της εξουσίας με την… παρανομία μόνο σε ταινία μπορούσε να υπάρξει. Σε μια ταινία ή για να ακριβολογούμε στα παρασκήνια της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τον «Μεγαλέξανδρο».
Ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ γύριζε πίσω το ρολόι του χρόνου. Παρουσίαζε μια άλλη Ελλάδα που ίσως οι περισσότεροι από εμάς να μην είχαν γνωρίσει. Την Ελλάδα του 19ου αιώνα με τους ληστές, την αναρχία, τους γαιοκτήμονες και τους γραφικούς στρατιώτες της.
Νύχτα της 31 Δεκεμβρίου του 1899. Το Δημαρχείο της Σύρου ολόκληρο μοιάζει να χορεύει βαλς. Γιορτάζεται η είσοδος του νέου χρόνου και παράλληλα ο ερχομός του 20ού αιώνα. Μόνο που για τις ανάγκες της ταινίας, το νεοκλασικό αυτό Δημαρχείο (αρχιτεκτονικό καμάρι του κυκλαδίτικου νησιού) μετατράπηκε μέσα σε μια μέρα (εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ) σε ανάκτορο, στην πλατεία του Συντάγματος.
Ο πολιτισμός του σημερινού αιώνα, απομακρύνθηκε βιαστικά από το Δημαρχείο. Οι καρέκλες, τα τραπέζια, τα γραφεία, τα τηλέφωνα, ακόμα και οι γλόμποι από τους πολυέλαιους ξηλώθηκαν και μεταφέρθηκαν πρόχειρα στην πλατεία. Η ώχρα των τοίχων είναι ακόμη φρέσκια και η κολώνα του ηλεκτρικού από τσιμεντένια έγινε ξύλινη. Μπροστά από το κτίριο, τοποθετήθηκε ένα παλιό κιγκλίδωμα και για να μην φαίνεται ένα ψιλικατζίδικο στη γωνία, τοποθετήθηκαν δίπλα του δύο φρεσκοβαμμένες σκοπιές. Στις γύρω κολώνες της ΔΕΗ φυτεύτηκαν αγριονερατζιές, ενώ τα διάφορα καλώδια βάφτηκαν και εξαφανίστηκαν έτσι τεχνικά από την πλατεία.
Σε κάθε σημάδι του πολιτισμού φυτεύτηκαν αγριομανταρινιές και γενικά ολόκληρη η πλατεία μοιάζει μ’ ένα απέραντο καταπράσινο πάρκο. Οι διαφημιστικές ταμπέλες των καταστημάτων ξηλώθηκαν και στη θέση τους μπήκαν νεοκλασικά πορτοπαράθυρα και απομακρύνθηκε κάθε τροχοφόρο από την περιοχή. Μόνο μια φρεσκοβαμμένη άμαξα πηγαινοερχόταν στην πλατεία – κήπο και αποβίβαζε τους υψηλούς καλεσμένους της βασιλικής οικογένειας. Η άμαξα αυτή είναι η μοναδική που υπάρχει στην Ελλάδα και χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από τον σκηνοθέτη (αλλάζοντας απλώς τη μπογιά της) για τη μεταφορά ληστών, αναρχικών και εγγλέζων στρατιωτικών».