Με το βλέμμα στραμμένο στη βιοτεχνολογία, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία DEMO προχωρεί στη δημιουργία του πρώτου Ερευνητικού Κέντρου Βιοτεχνολογίας στον Αγ. Στέφανο Αττικής.
Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρεία προωθεί την ανάπτυξη δύο βιο-ομοειδών μονοκλωνικών αντισωμάτων για τη βιολογική θεραπεία στην αντιμετώπιση κακοηθών νεοπλασιών, μετά και την έγκριση του ερευνητικού της προγράμματος 2023-2032 συνολικού προϋπολογισμού 89 εκατ. ευρώ από τη Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων (ΔΕΣΕ). Στο σχεδιασμό της DEMO, περιλαμβάνεται επίσης η ανάπτυξη ενός ακόμη μονοκλωνικού αντισώματος, φτάνοντας συνολικά τα 3 μονοκλωνικά αντισώματα ως το 2027.
Το πρόγραμμα βιοτεχνολογίας της DEMO αποτελεί ένα εμβληματικό έργο για την εταιρεία που αποτελεί την πρώτη στην Ελλάδα, η οποία έχει δρομολογήσει στην είσοδό της στον τομέα της Βιοτεχνολογίας.
Στο Ερευνητικό Κέντρο Βιοτεχνολογίας στον Αγ. Στέφανο, θα λειτουργούν εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης βιοτεχνολογικών προϊόντων, πρότυπη μονάδα παραγωγής μονοκλωνικών αντισωμάτων τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την εκπόνηση κλινικών μελετών, καθώς επίσης και Βίο-Ακαδημία, μέσω της οποίας επιστήμονες από το εξωτερικό θα εκπαιδεύσουν νέους επιστήμονες από τα πανεπιστήμια της χώρας μας, ώστε να γίνουν ο θύλακας Έρευνας και Ανάπτυξης στην νέα τεχνολογία.
Ο κλάδος της βιοτεχνολογίας
Η αξία της βιοτεχνολογίας στην παγκόσμια αγορά, έφτανε το 2019 στα 380 δις ευρώ περίπου, για να ξεπεράσει τα 600 δις. ευρώ ένα χρόνο αργότερα, ενώ μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 2,2 τρις ευρώ. Το γεγονός αυτό αναμένεται να οδηγήσει τους ασφαλιστικούς οργανισμούς στη διάθεση του 70% των προϋπολογισμών τους σε φάρμακα βιοτεχνολογίας για την κάλυψη των αναγκών των ασθενών.
Διεθνώς, δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στη βιοτεχνολογία πάνω από 11.000 εταιρείες, οι οποίες απασχολούν πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζομένους. Οι μισές από αυτές τις εταιρείες αφορούν τον τομέα υγείας.
Βιοτεχνολογία στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη, οι εταιρείες βιοτεχνολογίας που αναπτύσσουν ή παράγουν βιοτεχνολογικά θεραπευτικά προϊόντα εδρεύουν στην Ισλανδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ελβετία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ισπανία και την Ιταλία, τις σκανδιναβικές χώρες, ενώ σταδιακά προχωρεί η ανάπτυξη βιοτεχνολογικών εταιρειών και στην ανατολική Ευρώπη, όπως στην Πολωνία. Την ανάπτυξη του κλάδου, υποστηρίζει συνδυασμός κυβερνητικών, ιδιωτικών, και ακαδημαϊκών φορέων, αλλά και μεγάλες ευρωπαϊκές και πολυεθνικές φαρμακευτικές.
Βιοτεχνολογία και Υγεία
Στην υγεία τα βιοτεχνολογικά προϊόντα που αναπτύσσονται, αφορούν την πρόληψη, θεραπεία ή διάγνωση.
Η βιοτεχνολογία δίνει τη δυνατότητα εξατομικευμένων θεραπειών ανάλογα με το γονιδιακό προφίλ του ασθενή ή της νόσου, πετυχαίνοντας σημαντική βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης ανθρώπων με χρόνιες και ανίατες ασθένειες.
Την ίδια στιγμή, ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό βιολογικών φαρμάκων είναι «βιοομοειδή».
Πρόκειται για την κατηγορία φαρμάκων που αναπτύχθηκαν με την λήξη της προστασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας πολλών βιολογικών φαρμάκων. Τα φάρμακα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με το φάρμακο αναφοράς όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τη βιολογική του δράση, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά του, βάσει αναλυτικών συγκριτικών δοκιμών και κλινικών δοκιμών. Όμως εξαιτίας της δομικής και παρασκευαστικής τους πολυπλοκότητας, τα συγκεκριμένα βιολογικά προϊόντα θεωρούνται ισοδύναμα και όχι γενόσημα των πρωτοτύπων. Γι΄ αυτό και επελέγη ο όρος «βιοομοειδή» (biosimilar), ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Αμερική.
Από το 2006 οπότε και εγκρίθηκε το πρώτο βιοομοειδές φάρμακο, τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι τα βιοομοειδή φάρμακα που έχουν εγκριθεί μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων μπορούν να χρησιμοποιούνται με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα σε όλες τις εγκεκριμένες ενδείξεις τους όπως τα υπόλοιπα βιολογικά φάρμακα. Τα βιοομοειδή προσφέρουν στην ιατρική κοινότητα οικονομικές και θεραπευτικά ισοδύναμες εναλλακτικές στα βασικά, αλλά πολύ πιο ακριβά φάρμακα αναφοράς. Αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι ασθενείς θα αποκτήσουν πρόσβαση σε βιολογικές φαρμακευτικές θεραπείες και επομένως περισσότεροι ασθενείς θα μπορούν να θεραπευτούν με τον ίδιο προϋπολογισμό, ή να εξοικονομηθούν χρήματα για την χρηματοδότηση άλλων θεραπειών.
Τρέχουσα κατάσταση
Στη λίστα των βασικών φαρμάκων του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) ήδη έχουν ενταχθεί βιολογικά θεραπευτικά προϊόντα, καθώς οι βιολογικές θεραπείες αποτελούν μέρος της πρότυπης περίθαλψης για ολοένα και περισσότερες ασθένειες.
Πιθανές ελλείψεις τέτοιων φαρμάκων στο μέλλον – όπως ήδη παρατηρούνται ελλείψεις σε χημικά φάρμακα – θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις τόσο στο σύστημα υγείας συνολικά όσο και στους ασθενείς σε ατομικό επίπεδο.
Η σημασία της επένδυσης
Παρότι στη χώρα μας η βιομηχανική ανάπτυξη και παραγωγή βιολογικών φαρμακευτικών θεραπευτικών προϊόντων είναι μηδενική μέχρι στιγμής, σε ακαδημαϊκό επίπεδο η βιοτεχνολογία παρουσιάζει άνθηση, με την ίδρυση σχετικών πανεπιστημιακών τμημάτων και άλλων ερευνητικών ιδρυμάτων.
Η ερευνητική και παραγωγική δραστηριότητα σε βιοομοειδή φάρμακα από την DEMO μέσω του Κέντρου Βιοτεχνολογίας στον Αγ. Στέφανο Αττικής, θα αποτελέσει επένδυση ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία.
Με τη σχετική επένδυση, η DEMO δημιουργεί εκ του μηδενός τον κλάδο της Βιοτεχνολογικής Παραγωγής Φαρμάκων στην Ελλάδα, στοχεύει να συμβάλλει στο Βrain Gain της χώρας επαναπατρίζοντας επιστημονικό δυναμικό υψηλής κατάρτισης, αλλά και δημιουργώντας τους νέους επιστήμονες του μέλλοντος.
Παράλληλα, ενισχύει την εγχώρια παραγωγή φαρμάκων, προωθεί την επιτόπια επιστημονική έρευνα σε πραγματικές συνθήκες παραγωγής βιοτεχνολογικών φαρμάκων.
Στο Κέντρο Βιοτεχνολογίας, start up εταιρίες του εξωτερικού θα έχουν την δυνατότητα να παράγουν τις δοκιμαστικές τους παρτίδες για κλινικές μελέτες στην Ελλάδα, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για αύξηση των εθνικών εσόδων από τον τομέα των κλινικών δοκιμών.
Οι επενδύσεις και το πρόγραμμα της DEMO στον τομέα της Βιοτεχνολογίας αποτελούν στρατηγικής σημασίας έργα που αναβαθμίζουν τον ελληνικό φαρμακευτικό κλάδο και την Ελλάδα συνολικά, φιλοδοξώντας να την τοποθετήσουν στην αιχμή της καινοτομίας και ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά της διεθνώς.