«Η πολιτική επικοινωνία στην εποχή της κρίσης» ή «H κρίση στην εποχή της πολιτικής επικοινωνίας»; Δεν ξέρω κατά πόσον ο καθηγητής στο Γκόλντσμιθ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Aeron Davis, θα ενέκρινε την ανατροπή του τίτλου του συγγράμματός του (εκδόσεις Τζιόλα, 2022). Εγώ πάντως πλειοδοτώ: Η κρίση υπάρχει γιατί η πολιτική επικοινωνία λειτουργεί μιλώντας για «πραγμαtik-tokτητα» προκειμένου το μήνυμα του Μητσοτάκη να φτάσει στους 400.000 νέους που ψηφίζουν για πρώτη φορά, αυξάνοντας παρά ταύτα την απόσταση μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Η κρίση υπάρχει διότι γράφοντας με τους περιορισμένους χαρακτήρες του τουίτερ ή σκρολάροντας μέχρι τελικής πτώσης στο επόμενο βίντεο, ο πολίτης υποτίθεται ότι ενημερώνεται πληρέστερα από τις υδροτσουλήθρες της τηλεόρασης.
Τιτλοφόρησα αυτό το κείμενο «Όνομα Δημοκρατία» για να υποδείξω ότι η Δημοκρατία είναι κατ’ εξοχήν ζήτημα ονοματοθεσίας, υπενθυμίζοντας συγχρόνως την κρατυλική χειρονομία από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο περί της ορθότητας των ονομάτων. Αναζήτησα κι εγώ να συνδέσω την γνώση της γλώσσας με τη γνώση των πραγμάτων. Ονοματοθεσία λοιπόν που δεν μας δείχνει απλώς έναν τρόπο της γλώσσας, αλλά τον κόσμο μέσα στον οποίο συμβαλλόμενοι ομιλούμε. Το ερώτημα συνίσταται στο εξής: Ποια είναι εκείνη η οιωνεί έννοια με την οποία αποδομείται το όνομα Δημοκρατία, δηλαδή διασφαλίζεται μέσω του ονόματος η διέλευση μεταξύ γλώσσας και κόσμου χωρίς να χρειάζεται να διέλθει υποχρεωτικά από το κοίλωμα της πολιτικής αλλά αντίθετα -εκ του ονόματός της- η Δημοκρατία να λειτουργεί εντός ενός συστήματος διαφορών ώστε ένας θεωρητικός λόγος (το Συνταγματικό Δίκαιο) να είναι δυνατός; Αυτό σημαίνει «όνομα»: ο δείκτης ότι κάτι που υπάρχει δεν υπάρχει κάπου αλλού (πχ. Δημοκρατία αλλά όχι Νεοφιλελεύθερη Δημοκρατία). Την απάντηση στο μακροσκελές αυτό ερώτημα δίνει η έννοια του «ουδέτερου» γνωστή από τα σεμινάρια του Roland Barthes στο Κολλέγιο της Γαλλίας. Το «ουδέτερο» εγγράφεται διαρκώς αλλού από εκεί που τοποθετείται. Δεν παίζει με τους όρους – ρόλους του παιχνιδιού, εμπαίζει τα ζεύγη ή τα δίπολα. Δεν παραπλανά, ως εάν όλη κι όλη η επιρροή της Δημοκρατίας να εξαρτάται από μια νηφάλια αδιαφορία μάλλον παρά από τα παραπολιτικά ενδιαφέροντα. Το «ουδέτερο» προσδίδει έτσι στη Δημοκρατία έναν υπερβατολογικό χαρακτήρα απομακρύνοντάς την από την πραγματολογική λάσπη των ημερών. Δίνει επίσης το απαραίτητο «μη αποφασίσιμο» για να προχωρήσει κανείς πέραν της εφαρμογής του κανόνα και να δημιουργήσει νέες έννοιες. Σε ένα άλλο ιδίωμα, πέντε συνταγματολόγοι προ ημερών, στο πλαίσιο του Κύκλου ιδεών του Βαγγέλη Βενιζέλου και πέραν της γνωστής μας ιδεολογικής τοποθέτησης ενός εκάστου μάς έδειξαν με τον αναγκαίο συνταγματικό πατριωτισμό και την mentalité του συναφιού τους, την ανάγκη της ονοματοθεσίας σ’ αυτήν την κρίσιμη προεκλογική στιγμή. Κάτω από τους τεχνικούς όρους τους, διέκρινα την ίδια ονοματοθετική μέριμνα του συνεπέστερου αποδομητή. Ποια είναι η συνάφεια και η χρησιμότητα του λόγου τους σε σχέση με τον τηλεοπτικό λόγο; Ποιες οι μετατοπίσεις και οι παραχωρήσεις τους προς άλλα ιδιώματα; Και πώς, προτείνοντας, προσδιόριζαν τα όρια της ερμηνείας λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους (οι περισσότεροι) την Ιστορία που όπως ξέρουμε εξαλείφει προς όφελός της την αιφνίδια εισβολή των συμβάντων (Τέμπη);
Οι συνταγματολόγοι με τον τρόπο τους δεν εισάγουν κι αυτοί οιωνεί έννοιες για να αποδομήσουν τη συγκυρία; Και η γλώσσα τους -εξ ορισμού ουδέτερη- δεν μας δίνει την ευκαιρία να αναλογιστούμε τον απλούστερο ορισμό της αποδόμησης από τον ίδιο τον Ντεριντά: «αποδόμηση είναι να μιλάς πολλές “γλώσσες”»;
Παρά τον κίνδυνο της πελαγοδρόμησης και κόντρα στον καιρό, ας μου επιτραπεί να επιμείνω για τον τρόπο του δημοκρατικώς λέγειν και γράφειν, καταθέτοντας την εικόνα του «γράμματος» στον πίνακα του οφθαλμιατρείου που καλούμαι εκ του μακρόθεν να διαβάσω. Ε λοιπόν, το «γράμμα», εκείνο το ευφυολόγημα της διαφοράς – διαφωράς που επισημαίνει την διαφορά μόνο στη γραφή διότι οι λέξεις ακούγονται το ίδιο, αυτό το «γράμμα» ονομάζει τη Δημοκρατία ως σύστημα διαφορών και έτσι την συγκεντρώνει κατά τη διασπορά της στην κοινωνία. Διότι η ίδια η Δημοκρατία είναι μια αποδομητική στρατηγική και επιπλέον μια συνθήκη σκέψης και ακόμα η δύναμη που δημιουργεί τη μορφή της προηγούμενη de jure κάθε εξουσιαστικού μορφώματος τύπου Κασιδιάρη. Αυτό είναι το στοίχημα της νεωτερικής σκέψης που, θεωρητικοί όπως ο κύριος Aeron Davis δεν το αντιλαμβάνονται: να σκεφτεί κανείς, να ονομάσει και να νομιμοποιήσει το άσκεπτο μιας Δημοκρατίας à venir. Μ’ αυτόν τον τρόπο, και τον λαϊκισμό και τον τρέχοντα μεσσιανισμό των αρχηγών θα περιορίσει, προς όφελος μιας «απορίας» που υποκαθιστά την έννοια της ουτοπίας σήμερα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει γραμματική, χρόνους, εγκλίσεις και τις καλές προθέσεις μας πλην του «μετά» (μεταδημοκρατία).
Αλλά για περισσότερα, ενθέτω «λόγου χάριν» το τρέιλερ από το «Όνομα Κάρμεν» του Γκοντάρ.