Η Βουλή διαλύθηκε και η κλεψύδρα του επίσημου προεκλογικού χρόνου μετρά ήδη αντίστροφα φέροντας στην επιφάνεια τους γρίφους που γεννά η απρόβλεπτη διαδικασία που προβλέπει δυο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις με δυο διαφορετικά εκλογικά συστήματα -της απλής αναλογικής και της ενισχυμένης με μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα- με το κάθε ένα από αυτά να κρύβει άγνωστες παραμέτρους και μεταβλητές που προσδίδουν το απόλυτο σασπένς στις επικείμενες εκλογές.
- Από τις πρώτες κάλπες που θα διεξαχθούν για πρώτη φορά με το σύστημα της απλής αναλογικής, δεν προκύπτει αυτοδυναμία όποιο και να είναι το πρώτο κόμμα. Με το ίδιο ποσοστό των κομμάτων που έμειναν εκτός Βουλής στις εκλογές του 2019 (8%) η ΝΔ που κατέκτησε τότε την αυτοδυναμία με 39,85%, τώρα θα χρειαζόταν 46,27%. Άρα, όποιο και να είναι πρώτο κόμμα, αυτοδυναμία δεν υπάρχει. Αυτό, θεωρητικά, είναι και το βαθύτερο νόημα του εκλογικού συστήματος το οποίο διευκολύνει τις κυβερνήσεις συνεργασίας, αποτρέποντας τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Μόνο που στην περίπτωσή μας τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι έτσι…
- Στο ερώτημα ποιες πιθανότητες υπάρχουν να προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Όμως υπάρχουν κάποια δεδομένα με βάση τις εκπεφρασμένες θέσεις των κομμάτων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι στόχος του είναι η αυτοδυναμία η οποία μπορεί να προκύψει μόνον από τις δεύτερες κάλπες και ότι επιδιώκει καθαρή εντολή. Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει, παρά τις αντίθετες απόψεις που διατυπώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν προσβλέπει σε «κυβέρνηση ηττημένων», εάν έρθει δεύτερος, ακόμα και αν βγαίνουν τα «κουκιά» (με ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ25 –για το ΚΚΕ ούτε λόγος). Ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει θέσει προϋποθέσεις («Άγνωστος Χ») που δεν αποδέχονται Μητσοτάκης και Τσίπρας.
- Μήπως τα περί «κυβέρνησης ηττημένων» είναι «μπλόφα»; Εδώ και καιρό, από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε η θέση του κ. Τσίπρα (στην περυσινή ΔΕΘ) ότι εφόσον είναι δεύτερο κόμμα δεν θα δεχθεί «κυβέρνηση ηττημένων», διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις τόσο από την πλευρά της ΝΔ, όσο και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Μητσοτάκης έχει πει σε ανύποπτο χρόνο πως ο ίδιος δεν έχει καμία αμφιβολία ότι «αν μπορούσε ο κ. Τσίπρας με κάποιον τρόπο, και ως ηττημένος, να βρει κάποια πλειοψηφία η οποία να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, θα διερευνούσε αυτό το ενδεχόμενο». Τις τελευταίες μέρες το λέει πιο καθαρά, προειδοποιώντας πως «αν οι αριθμοί το επιτρέψουν δεν θα διστάσουν να συνασπιστούν και να συγκροτήσουν μια κυβέρνηση ανοχής με ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Βαρουφάκη», κάτι που χαρακτηρίζει «πολιτική τερατογένεση», αποδίδοντας στον κ. Τσίπρα ότι λέει ψέματα.
- Πού εδράζεται η άρνηση του κ. Τσίπρα στο ενδεχόμενο «κυβέρνησης ηττημένων»; Στην άποψη ότι «δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του νικητή των εκλογών». Και προφανώς δεν θέλει να κάνει πίσω ούτε χιλιοστό από τον στόχο που έχει θέσει για «πρωτιά» του ΣΥΡΙΖΑ –έστω και σε επίπεδο ρητορικό θα ήταν μια έμμεση παραδοχή αυτού που αποτυπώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις και η Κουμουνδούρου αρνείται να αποδεχθεί. Θα ήταν άλλωστε ομολογία ήττας. Όμως το σκεπτικό Τσίπρα ακυρώνει επί της ουσίας το νόημα της απλής αναλογικής που εισηγήθηκε και ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016 και έγκειται στο ότι με το σύστημα αυτό ανοίγει ο δρόμος για συγκλίσεις και συνεργασίας όχι μόνο για όποιον είναι πρώτο κόμμα. Επί της ουσίας αυτό έλεγαν με τις παρεμβάσεις τους Γιάννης Δραγασάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος και παλαιότερα ο Πάνος Σκουρλέτης και ο Νίκος Φίλης δηλώνοντας πως εάν οι συσχετισμοί είναι τέτοιοι και το επιτρέψουν και εάν υπάρχει το άθροισμα εδρών από την συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με άλλα κόμματα που θα έχουν μπει στη Βουλή, μπορεί να συγκροτηθεί κυβέρνηση («Άμα έχουν τρία κόμματα 47% ή 48% τι ηττημένοι θα είναι; Εδώ έχουμε κυβερνήσεις με πολύ μικρότερα ποσοστά….), είπε πρόσφατα ο κ. Τσακαλώτος.
- Οι δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας που θα αναζητηθούν μέσω της συνταγματικής διαδικασίας των διερευνητικών εντολών θα δείξουν ποιος έχει δίκαιο και ποιος άδικο. Προς το παρόν αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι εφόσον πρώτο κόμμα έρθει η ΝΔ, το πιθανότερο σενάριο είναι η εντολή που θα λάβει ο κ. Μητσοτάκης για την διακρίβωση της δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής, θα επιστραφεί πάραυτα στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θα κληθεί να λάβει την δεύτερη διερευνητική εντολή και μένει να δούμε αν και πώς θα την αξιοποιήσει. Με βάση την άρνηση της «κυβέρνησης ηττημένων», θα πρέπει λογικά να την επιστρέψει. Οπότε η σκυτάλη θα περάσει στα χέρια του τρίτου κόμματος με τον Νίκο Ανδρουλάκη να έχει δηλώσει ότι θα αξιοποιήσει την εντολή με τους όρους του, οι οποίοι ήδη δεν γίνονται αποδεκτοί από τα άλλα δυο κόμματα.
- Τι μπορεί να ανατρέψει αυτή την εικόνα; Προφανώς οι συσχετισμοί που θα αναδείξουν οι κάλπες: η πρωτιά, η διαφορά ανάμεσα στους δυο «μονομάχους», τα προγραμματικά θέματα που θα πέσουν στο τραπέζι στην φάση των διερευνητικών εντολών και βεβαίως οι στρατηγικές βλέψεις των πρωταγωνιστών με τα μάτια στραμμένα στις δεύτερες καθοριστικές, κατά τα φαινόμενα, εκλογές. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει πρώτο κόμμα θα κάνει ό,τι μπορεί για να υπάρξει προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας. Το ερώτημα είναι με ποιους; Αν το ΠΑΣΟΚ επιμένει σε άλλο πρόσωπο για πρωθυπουργό, τότε οι προϋποθέσεις αλλάζουν καθώς στην Κουμουνδούρου δεν το συζητούν. Και τι θα κάνει με το ΜέΡΑ25 που ήδη μιλά για σενάρια κλειστών τραπεζών και εναλλακτικές μορφές νομίσματος; Αν βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει δεύτερο κόμμα, όπως επιμένουν οι έρευνες της κοινής γνώμης, τότε τα περιθώρια στενεύουν ακόμα περισσότερο.
- Πάντως αν οι διερευνητικές εντολές δεν καροποφορήσουν, τότε μένει το τελευταίο συνταγματικό «χαρτί». Η ΠτΔ να καλέσει τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, τότε θα επιδιώξει τον σχηματισμό εκλογικής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής και σε περίπτωση αποτυχίας και αυτής της προσπάθειας τότε θα αναθέσει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης, όπως και αναμένεται να συμβεί, για να διενεργήσει εκλογές και θα διαλύσει τη Bουλή. Πριν την διάλυσή της, η νέα Βουλή θα κληθεί να ορκισθεί και να εκλέξει Πρόεδρο «της μιας ημέρας».
- Θα ακολουθήσουν οι δεύτερες εκλογές της 2ας Ιουλίου με το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα που ψήφισε η παρούσα κυβέρνηση το 2020. Δηλαδή, για ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων το πρώτο κόμμα λαμβάνει μπόνους 20 εδρών και για κάθε επιπλέον 0,5% παίρνει μία ακόμα έδρα, ενώ για να λάβει το maximum μπόνους των 50 εδρών χρειάζεται ποσοστό 40%.
- Πού τοποθετείται ο πήχης της αυτοδυναμίας με το σύστημα αυτό; Αν ως βάση συζήτησης πάρουμε το ποσοστό που είχαν το 2019 τα κόμματα που δεν κατάφεραν να περάσουν το κατώφλι του 3%, δηλαδή 8%, τότε η αυτοδυναμία θέλει περίπου 37,5% – 38%. Αν το ποσοστό των κομμάτων που δεν θα μπουν στην Βουλή είναι μεγαλύτερο, π.χ. 13%, τότε ο πήχης της αυτοδυναμίας πέφτει στο 36,5%. Αν δεν υπάρξει και τότε αυτοδυναμία, τότε μπαίνουμε σε νέο γύρο διερευνητικών εντολών, από τον οποίο ή θα προκύψει κάποιο σχήμα (οικουμενικό ή μη) συνεργασίας, ή στην αντίθετη (και απευκταία) περίπτωση θα πάμε σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση θεωρητικά στα τέλη Ιουλίου (η τελευταία Κυριακή πέφτει 30 Ιουλίου), ενώ ήδη οι πολίτες θα βρίσκονται στις παραλίες…