Δεν μπορώ να πω ότι έχω υπάρξει ένθερμος ακόλουθος του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού αλλά επειδή εκτιμώ την καλή μουσική ανεξαρτήτως είδους, υπάρχουν αρκετά ελληνικά λαϊκά τραγούδια που μου αρέσουν πολύ, ανάμεσα στα οποία και πάρα πολλά ρεμπέτικα.
Και φυσικά εκτιμώ τον ήχο ενός οργάνου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ρεμπέτικο, τον ήχο του μπουζουκιού, ενός πολύ ιδιαίτερου οργάνου που έχει γνωρίσει μεγάλες δόξες από τρομερούς οργανοπαίκτες τους οποίους δεν χρειάζεται καν να αναφέρω γιατί όλοι τους ξέρουμε.
Αυτούς τους σπουδαίους μπουζουκτσήδες, θέλοντας και μη θυμήθηκα παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ «Σπασμένος ήχος» του Φοίβου Κοντογιάννη (σε παραγωγή FALIRO HOUSE) που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στο ΑΣΤΟΡ.
Τους θυμήθηκα αφού σχεδόν όλοι οι μπουζουκτζήδες που εμφανίζονται και μιλούν στο ντοκιμαντέρ, μνημονεύουν την εποχή των σπουδαίων την ώρα που μαζί με θεωρητικούς, εξειδικευμένους δημοσιογράφους, ανθρωπολόγους και μουσικούς παραγωγούς κάνουν μια πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή στην ιστορία αυτού του οργάνου στην χώρα μας.
Όμως τελικά, το ντοκιμαντέρ αφήνει κατά βάθος μια πικρή γεύση γιατί στην ουσία, δίνει την αίσθηση ότι μιλά για μια παράδοση που υποτίθεται ότι χάνεται.
Ολοι ανεξαιρέτως οι μουσικοί και δη μπουζουκτσήδες που μιλούν στον «Σπασμένο ήχο», έχουν να πουν κάτι δυσοίωνο για το μπουζούκι σε σχέση με την εποχή μας.
Παραδείγματα
Διαμαντής Χιώτης: «Το μπουζούκι πάει τέλειωσε.»
Μανώλης Πάππος: «Το μπουζούκι, είναι ένα όργανο που τον κύκλο του μάλλον τον έκανε.»
Κώστας Παπαδόπουλος: «Το μπουζούκι πρέπει να πέθανε λόγω βιωμάτων.»
Μανώλης Καραντίνης: «Κάνεις ένα κομμάτι με μπουζούκι και το στέλνει πίσω… Και λέει, “δεν θέλω, έχει μπουζούκι”…»
Θανάσης Πολυκανδριώτης: «Λεπροί είμαστε;» (για τους μπουζουκτσήδες)
Γιώργος Δράμαλης: «Κάτι συμβαίνει, αυτό πρέπει να είναι δρομολογημένο από κάπου για να το εξαλείψουν το μπουζούκι…»
Γιάννης Μωραϊτης: «Τελειώσαμε. Εκλεισε το εργοστάσιο.»
Χρήστος Νικολόπουλος: «Μας το λένε κιόλας. Εμμ… μπουζούκι… Δεν θέλουμε μπουζούκι. Δεν βάζουμε τραγούδια με μπουζούκι.»
Γιάννης Παπαβασιλείου: «Που καταντήσαμε…»
Kαι άλλοι.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους μουσικούς, αν όχι όλοι, λένε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το μπουζούκι σήμερα, βρίσκεται στο ότι η σύγχρονη μουσική βιομηχανία δεν θέλει πια αυτό το όργανο γιατί δεν προσφέρεται για διαφήμιση.
Ακούμε επίσης ότι «τα ραδιόφωνα δεν το παίζουν» αφού τα μουσικά προγράμματα που παίζουν οι σταθμοί είναι «πακέτα παραγγελίας», ενδεχομένως επιβεβλημένα από την μουσική βιομηχανία οπότε πάει λέγοντας.
Δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια, δεν είμαι ειδικός, απλώς μουσικόφιλος είμαι.
Αυτό που σίγουρα ξέρω και δεν το λέω εγώ, το ίδιο το ντοκιμαντέρ το λέει (χωρίς ίσως να το καταλαβαίνει), είναι ότι για ένα όργανο υποτίθεται νεκρό, μάλλον πολλοί είναι οι ολοζώντανοι εκπρόσωποί του.
Με άλλα λόγια, παρά την γκρίνια, το μπουζούκι που τόσο πολύ συνδέεται με το λαϊκό τραγούδι (δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο λέει ο Πάππος), δεν έχει πεθάνει και ούτε πρόκειται να πεθάνει.
Κάπου στην αρχή της ταινίας ο Κοντογιάννης έχει βάλει ένα απόσπασμα από συνέντευξη του Γιώργου Ζαμπέτα στην εκπομπή «Αυτοί που μίλησαν με νότες» στην Κρατική Τηλεόραση την δεκαετία του 1970. Το υλικό είναι ασπρόμαυρο.
Στην συνέντευξη ο Ζαμπέτας λέει το εξής:
«Ούτε τραγούδι υπάρχει, ούτε κατάσταση υπάρχει. Αυτά τελειώσανε πάει. Ανήκουνε στο παρελθόν. Γιατί τα καταστρέψανε. Πέσανε με τις διαφημίσεις ,με τα απορρυπαντικά μέσα στα τραγούδια. Τα τραγούδια δεν είναι απορρυπαντικά. Τα τραγούδια πρέπει να λέγονται για τον λαό.»
Πρώτον και οι διαφημίσεις για τον λαό φτιάχνονται.
Δεύτερον, αν το μπουζούκι χρησιμοποιηθεί σωστά σε μια διαφήμιση, δεν θα χάσει. Αντιθέτως θα κερδίσει.
Τρίτον, μισός αιώνας περίπου θα πρέπει να έχει περάσει από τα λόγια που είπε ο Ζαμπέτας και να που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επαναλαμβάνονται από τους παραπάνω μουσικούς, την ώρα που το λαϊκό τραγούδι όπως πολύ καλά ξέρουμε εξακολουθεί να υπάρχει.
Και μαζί του και το μπουζούκι που μπορεί να μην βασιλεύει αλλά σίγουρα ζει.
Τολμώ να πω ότι ο Ζαμπέτας πρόβλεψε λανθασμένα το μέλλον, γιατί από εκείνη την εποχή που τα έλεγε αυτά, το ελληνικό μουσικό παρελθόν ουκ ολίγες φορές επέστρεψε με επιτυχία στην ζωή μας. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις μουσικές κομπανίες σχετικές με το ρεμπέτικο που πολλά χρόνια μετά από τα λόγια του Ζαμπέτα έγιναν της μόδας στην χώρα μας αναβιώνοντας αυτό το είδος.
Ναι οι εποχές αλλάζουν και ναι κάποια όργανα δείχνουν παλιά σε σχέση με το τι επικρατεί μουσικά σήμερα.
Μήπως λοιπόν μια λύση θα ήταν το μπουζούκι να βρει τρόπους να ενσωματωθεί με την σύγχρονη μουσική χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα του; Κάποιοι το έχουν αποπειραθεί και νομίζω ότι το αποτέλεσμα υπήρξε θαυμάσιο.
Και μια σημείωση για το τέλος: για να λέμε τα πράγματα και με το όνομά τους, το ίδιο το ντοκιμαντέρ που επιμένω είναι θαυμάσιο ως πληροφοριακό υλικό, πέφτει θύμα αυτού που υποτίθεται ότι προσπαθεί να «καταγγείλει». Στους τίτλους της ταινίας διαβάζουμε «Broken Sound» και όχι «Σπασμένος ήχος» όπως θα όφειλε να είναι ο τίτλος ενός ελληνικού προϊόντος.
Για την ακρίβεια, «Σπασμένος ήχος» είναι ο τίτλος με τον οποίο το ελληνικό αυτό ντοκιμαντέρ μεταφράστηκε στα… ελληνικά από τα αγγλικά!
Κανένα από τα ονόματα όσων μιλούν στο ντοκιμαντέρ δεν είναι γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες, όπως και καμία ιδιότητα όσων μιλούν σε αυτό.
Τα πάντα είναι γραμμένα στα αγγλικά.
Ακόμα και τα τραγούδια και εκεί το θέαμα είναι σχεδόν αστείο: «To Ftochobouzoko», «Oti kai an po den se xehno», «Ximeromata sti strata» κ.α.
Οι λόγοι φυσικά είναι προφανείς: πως θα μπορέσει να πωληθεί στο εξωτερικό ένα ντοκιμαντέρ για το μπουζούκι αν δεν υπάρχουν αγγλικοί χαρακτήρες;
Εν μέρει μια σωστή εμπορικά κίνηση, όμως θα μπορούσαν να είναι γραμμένα και με τους δύο τρόπους.
Γιατί έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνει, ακόμα και το ίδιο το ντοκιμαντέρ, με αυτόν τον τρόπο παίζει το παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης στην οποία, υποτίθεται ότι οφείλονται τα πάνδεινα που τραβάει το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και μαζί του το μπουζούκι.
Αλλά να σας πω και κάτι ακόμα; Δεν νομίζω ότι ο ξένος είναι αυτός που θα σώσει, αν όντως κινδυνεύει, ούτε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, ούτε το μπουζούκι.
Ο Ελληνας θα το σώσει.