Λάτρεις του είδους της μαύρης κωμωδίας από όλο τον κόσμο εδώ και μια βδομάδα περίπου δεν μπορούν να σταματήσουν να μιλούν για τη νέα σειρά του κορεάτη Lee Sung Jin σε παραγωγή της – καθώς όλα δείχνουν θαυματουργής – Α24 που προβάλλεται στο Netflix. Επιπλέον, η σειρά δεν έχει σταματήσει να λαμβάνει επαίνους από το Rotten Tomatoes, κάτι το οποίο από μόνο του λέει πολλά.
Φόκο στο φιτίλι της αφήγησης βάζει ένα ακραίο περιστατικό οδικής οργής, το οποίο εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους από εντελώς αντίθετους κύκλους στο Los Angeles, οι οποίοι πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο στο πάρκινγκ ενός τεράστιου πολυκαταστήματος.
Ο Danny Cho (Steven Yeun), ένας σκληρά εργαζόμενος αλλά άτυχος επίδοξος εργολάβος σιγοβράζει στο ζουμί του – ένα δηλητηριώδες κοκτέιλ οργής, απογοήτευσης και αυτοαπέχθειας – καθισμένος μέσα στο αυτοκίνητό του. Χωμένος βαθιά καθώς είναι στο πρόβλημά του, κάνει όπισθεν κάπως απότομα με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα το φανταχτερό αυτοκίνητο που κατευθύνεται με ταχύτητα προς το μέρος του. Το μοιραίο αποτρέπεται την τελευταία στιγμή, όμως από το φανταχτερό αυτοκίνητο ξεπροβάλει ένα οργισμένο, απρεπές μεσαίο δάχτυλο, το οποίο παραμένει αγέρωχα προκλητικό για όσο κρατά ο ήχος μιας κόρνας που μαρτυρά κοχλάζουσα οργή.
Η σειρά χρησιμοποιεί την γενικευμένη υποβόσκουσα οργή για να τροφοδοτήσει μια συναρπαστική αφήγηση. Η διάθεση όλων μας εκεί έξω αυτή τη στιγμή μοιάζει να κυμαίνεται διαρκώς κάπου μεταξύ άγχους, απογοήτευσης και αχαλίνωτου θυμού. Σκεφτείτε μια τυχαία εργάσιμη μέρα στο κέντρο της Αθήνας, τη βαβούρα, την σχεδόν απτή αίσθηση γενικευμένου στρες στους δρόμους, τα ζευγάρια από σμιχτά φρύδια πίσω από σκονισμένα παρμπρίζ, την μάχη απέναντι στο χρόνο, την απογοήτευση, την κόπωση. Ο δημιουργός Lee Sung Jin χρησιμοποιεί αυτή την κατάσταση, η οποία πλέον δεν δείχνει να γνωρίζει αποστάσεις και σύνορα, για να δημιουργήσει ένα τολμηρό αφήγημα, το οποίο κυμαίνεται θαρραλέα από την κωμωδία στο δράμα κι από εκεί στο θρίλερ και πάλι πίσω.
Αυτό το στοιχείο του «Beef» – οι άγριες, τρελές εναλλαγές του ύφους – αυξάνει την ένταση. Το σενάριο είναι εντελώς απρόβλεπτο. Κάθε επόμενη σκηνή είναι μια έκπληξη και ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται το νήμα υποστηρίζει απόλυτα ένα από τα κύρια θέματα της ιστορίας: όλα μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβούν. Ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου θα μπορούσε να αλλάξει εξαιτίας μιας κόρνας και μιας απρεπούς χειρονομίας.
Η σειρά είναι μια ωδή στις μικρές – φαινομενικά άνευ ουσίας – αποφάσεις κάθε στιγμής. Όλοι είχαμε, έχουμε και θα έχουμε κακές μέρες. Και όλοι μας απέχουμε μονάχα μια στιγμή από το να πάρουμε τη λάθος απόφαση. Ο Lee Sung Jin παραδίδει μια εξαιρετικά ενδελεχή, προσωπικά και πολιτισμικά συγκεκριμένη μελέτη του θυμού με τη μορφή μια σκοτεινής κωμωδίας με τρομερά καλό συγχρονισμό.
Το «Beef» είναι ουσιαστικά η ιστορία δύο ανθρώπων που μοιάζουν να έχουν αναγκαστεί να φερθούν με ανωτερότητα πάρα πολλές φορές στη ζωή τους. Αλλά τη στιγμή που τους γνωρίζουμε εμείς έχουν πια κουραστεί και οι δύο εξίσου πολύ. Γι’ αυτό και το μεταξύ τους περιστατικό οδικής οργής είναι προγραμματισμένο να εκτροχιαστεί. Η σειρά πατάει το γκάζι με απερίσκεπτο κέφι, διατρέχοντας μια πορεία εκδίκησης, υπεκφυγών και τρομερά λάθος αποφάσεων.
«Έχω βαρεθεί να χαμογελάω», λέει ήδη από το πρώτο επεισόδιο ο Danny και σε αυτό βρίσκει σύμφωνο μεγάλο μέρος του κοινού. Κάτι η πανδημία, κάτι η σύγχρονη κουλτούρα, κάτι η γενικευμένη επισφάλεια, μοιάζουμε όλοι με θηρία σε κλουβιά. Όπως ακριβώς ο Danny Cho και η Amy Lau, στην οποία ανήκει το οργισμένο μεσαίο δάχτυλο και το φανταχτερό αμάξι.
Τα πρώτα επεισόδια του «Beef» είναι όμορφα δομημένα από άποψη πλοκής, μας εισάγουν στον κόσμο του Danny και της Amy, ενώ παράλληλα τους συνδέουν σιγά σιγά με έναν τρόπο που μοιάζει όλο και πιο επικίνδυνος. Καθώς η διαμάχη τους κλιμακώνεται, η Amy και ο Danny εμπλέκονται ο ένας στη ζωή του άλλου και οι ομοιότητές τους γίνονται πιο ξεκάθαρες.
Η Amy είναι μια νέα και πολύ σκληρά εργαζόμενη επιχειρηματίας, παντρεμένη με τον γόνο ενός συγχωρεμένου διάσημου Ασιάτη καλλιτέχνη. Ο σύζυγός της ζει στη σκιά του πατέρα του, απολαμβάνοντας μια πολύ άνετη ζωή δια χειρός Amy. Περνά τις μέρες του στο σπίτι με την μικρή τους κόρη, όσο η Amy παλεύει να πουλήσει τη μικρή της επιχείρηση, προκειμένου να απολαύσει επιτέλους και η ίδια λιγάκι τους καρπούς των κόπων της και να εκτονωθεί μετά από πολλά χρόνια πίεσης.
Τα προβλήματα του Danny είναι πιο υπαρξιακά και τρομερά. Είναι ο σκληρά εργαζόμενος γιος που έχει πάρει στην πλάτη του ολόκληρη την οικογένειά του, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των γονιών του, αλλά και του μικρότερου αδελφού του και του πρώην κατάδικου ξαδέλφου του, οι οποίοι μπλέκονται επικίνδυνα στα σχέδια εκδίκησής του. Δεν είναι μόνο τα μετρητά που του λείπουν – ο Danny νιώθει ένα τεράστιο κενό το οποίο προσπαθεί μάταια να γεμίσει με διάφορους τρόπους από επεισόδιο σε επεισόδιο.
Αν και η ζωή της Amy είναι σαφώς πιο τακτοποιημένη και άνετη, οι στρεσογόνοι παράγοντες δεν είναι τόσο διαφορετικοί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ διαφορετικοί στην καθημερινή τους ύπαρξη, όμως ξέρουν πολύ καλά και οι δύο τι θα πει οικογενειακή πίεση. Ο καθένας τους είναι τόσο κοντά στο να σπάσει, που το παραλίγο ατύχημα γίνεται και για τους δυο τους η τελευταία σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, το κερασάκι στην τούρτα.
Η ιστορία του «Beef» θα μπορούσε εύκολα να πάρει χαρακτήρα ταξικού πολέμου, να γίνει μια κυνική μάχη ανάμεσα στον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην αριστοκρατική ανία. Όμως, ο Lee Sung Jin ευφυώς κάνει μια ενδιαφέρουσα στροφή στην κοινοτοπία που λέει πως καθένας δίνει καθημερινά τις δικές του πολύ προσωπικές και δύσκολες μάχες και δεν μπορείς ποτέ πραγματικά να ξέρεις τι ζόρια τραβάει κάθε άνθρωπος που συναντάς στο διάβα σου.
Το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι βασικοί χαρακτήρες του «Beef» είναι Ασιάτες δεν είναι τυχαίο. Αν η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν η μεγάλη στιγμή των αφροαμερικανών δημιουργών στον κινηματογράφο, τα 20s του 21ου αιώνα φαίνεται πως είναι η χρυσή δεκαετία για τα αφηγήματα των Ασιατών Αμερικανών. Η ταυτότητα εδώ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της θεματολογίας.
Γενικώς, πρόκειται για χαρακτήρες που στη μυθοπλασία στερεοτυπικά τους αποδίδεται πειθήνια συμπεριφορά. Όμως πέρα και από αυτή τη στερεοτυπική απεικόνιση των κατά κανόνα ζεν Ασιατών, μαθαίνουμε δια στόματος των δύο πρωταγωνιστών πως ίσως αυτό το στερεότυπο να κρύβει μέσα του ένα βαθμό αλήθειας. Η Amy λέει πως έμαθε να καταπιέζει τα συναισθήματά της από τον πατέρα της – «Κινέζος από τις μεσοδυτικές πολιτείες, εννοώ, η επικοινωνία δεν ήταν το φόρτε του» – και τη μητέρα της, μια Βιετναμέζα μετανάστρια που «πίστευε ότι το να μιλάς για τα συναισθήματά σου ήταν το ίδιο πράγμα με το να παραπονιέσαι».
Είναι ένα θέμα που είδαμε αρκετά στη μυθοπλασία από Ασιάτες δημιουργούς την περασμένη χρονιά. Από την ταινία κινουμένων σχεδίων «Πάντα στο Κόκκινο» της Disney μέχρι τους μεγάλους νικητές των Όσκαρ, η καταπίεση συναισθημάτων όπως ο θυμός κι η δυσαρέσκεια υπήρξαν στον πυρήνα του αφηγηματικού μηχανισμού τους.
Όμως, ας μην γελιόμαστε. Και η δυτική φιλοσοφία παραδοσιακά υπαγορεύει πως ο θυμός είναι ένα καταστροφικό συναίσθημα που καλό είναι να καταπνίγεται. Το «Beef» παρέχει μεν άφθονες αποδείξεις γι’ αυτό, όμως ταυτόχρονα επιχειρεί μια θαρραλέα εξερεύνηση της ιδέας ότι ο θυμός μπορεί να είναι και απελευθερωτικός.
Στο τέλος του πρώτου επεισοδίου, η Amy και ο Danny συναντιούνται πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτή η συνάντηση δεν έχει αίσιο τέλος, όμως κι οι δυο τους καταλήγουν με ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χαμόγελο και αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε στα πρόσωπά τους μια ελαφράδα.
Η διαμάχη τους θα αποδειχθεί το χειρότερο πράγμα που συνέβη ποτέ και στους δύο, αλλά προ τέλους υπάρχουν στιγμές που τόσο η Αmy όσο και ο Danny μοιάζουν κυριολεκτικά να θρέφονται από τον θυμό και να τον απολαμβάνουν. Η οργή κορέζει την πείνα τους, γεμίζει το κενό τους, τους συντηρεί, τους ικανοποιεί. Η επιλογή του τίτλου είναι διαβολικά ευφυής, παίζει με τη διττή σημασία της λέξης «beef». Τσακώνονται όχι μόνο από περηφάνια, αλλά και από τη φαινομενική πεποίθησή τους ότι η οργή τους μπορεί με κάποιον τρόπο να τα διορθώσει όλα.
Τελικά, όμως, τα καταστρέφει. Και οι δύο πρωταγωνιστές – έχοντας χάσει τα πάντα – καταλήγουν τελικά να δουν πως όλα όσα τους συνδέουν είναι πολύ περισσότερα από εκείνα που τους χωρίζουν. Κι η τελευταία σκηνή είναι μια αγκαλιά αποδοχής του χάους που κρύβει καθένας και καθεμιά από μας μέσα μας.