Μια αναφορά στην Λάμπρο Κωνσταντάρα, αφορμής δοθείσης του βιβλίου – λευκώματος του Μάκη Δελαπόρτα «Λάμπρος Κωνσταντάρας» που το ΒΗΜΑ προσφέρει στους αναγνώστες του το Μεγάλο Σάββατο • το δεύτερο της σειράς Μεγάλοι Έλληνες Κωμικοί που εγκαινιάσθηκε την περασμένη Κυριακή με εκείνο για την Ρένα Βλαχοπούλου.
Ο άνθρωπος, φυσικά, δεν χρειάζεται συστάσεις. Μεγάλο κεφάλαιο και αυτός του εγχώριου ψυχαγωγικού θεάματος, ο Λ. Κωνσταντάρας (που γεννήθηκε στο Κολωνάκι στις 13 Μαρτίου 1913), όπως και η Ρ. Βλαχοπούλου εξακολουθεί να παραμένει ζωντανός στη συνείδησή μας, άκρως δημοφιλής και πάρα πολύ αγαπητός χάρη στις ταινίες του που μεταδίδονται ανελλιπώς από την τηλεόραση (αυτό το Σαββατοκύριακο για παράδειγμα, μπορεί κανείς να δει τον «Στρίγγλο που έγινε αρνάκι» και το «Τι 30, τι 40, τι 50» σε διαφορετικά κανάλια).
Δεν νομίζω ότι υπάρχει Ελληνας που να μην γνωρίζει το επώνυμο Μαυρογιαλούρος όπως ονομαζόταν ο πιο διάσημος, αναμφισβήτητα, κινηματογραφικός χαρακτήρας του Κωνσταντάρα στην πολιτική σάτιρα του Αλέκου Σακελλάριου «Υπάρχει και φιλότιμο» και δεν νομίζω ότι πολλοί μπορούν να αντισταθούν και να μην της ρίξουν έστω και μια ματιά όποτε μεταδίδεται στην τηλεόραση.
Θα το κάνουν απλώς και μόνο για να τον ξαναθυμηθούν, έστω για απόλαυση της στιγμής – κατά προτίμηση μιας μούντζας του στον ουρανό. Ειδικά σε αυτή την παραγωγής 1966 ταινία που λόγω θέματος θα παραμείνει αιωνίως επίκαιρη, ο πρωταγωνιστής της «έπιασε ταβάνι», παρότι είναι αρκετές οι κινηματογραφικές εμφανίσεις του Κωνσταντάρα που μπορούν να προκαλέσουν εθισμό • η δική μου αδυναμία π.χ. είναι η «Βίλλα των οργίων» του Ντίνου Δημόπουλου γυρισμένη δύο χρόνια πριν.
Βέβαια, αυτό που ενδεχομένως αρκετός νέος κόσμος να μην γνωρίζει και με την προσφορά του ΒΗΜΑΤΟΣ θα εμπεδώσει, είναι ότι αυτή η περίοδος, του κινηματογράφου, μέσω του οποίου ο Κωνσταντάρας έγινε πασίγνωστος σε όλο το πανελλήνιο, δεν αποτελεί παρά ένα κεφάλαιο μιας μεγάλης, περιπετειώδους ζωής που από μόνη της θα μπορούσε να γίνει ταινία!
Μια ζωή από την οποία δεν έλειψε ο αθλητισμός (τερματοφύλακας στην Β ομάδα της ΑΕΚ την σεζόν 1929- 1930), η με το ζόρι κατάταξή του στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα (από την οποία δραπέτευσε και γλίτωσε στο παρά τρίχα το Ναυτοδικείο) και η επίσης με το ζόρι μετάβασή του στο Παρίσι, όπου επρόκειτο να σπουδάσει χρυσοχόος προκειμένου να συνεχίσει την λειτουργία της επιχείρησης της οικογένειάς του κάτι που προφανώς δεν τον ενδιέφερε.
Στο Παρίσι εξάλλου ο Κωνσταντάρας έκανε τα πρώτα επαγγελματικά βήματά του στο θέατρο (ως ανακάλυψη του Λουί Ζουβέ) και σε ότι αφορά την Ελλάδα, η ενασχόλησή του με αυτό το μέσο αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1930 όταν είχε πλέον επιστρέψει.
Σαράντα χρόνια πάλεψε στο σανίδι, από το 1938 όταν έπαιξε στα «Παράσημα της γριούλας» ως μέλος του θιάσου της κυρίας Κατερίνας (δύο χρόνια πριν το κινηματογραφικό ντεμπούτο το στην ταινία «Το τραγούδι του χωρισμού» που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Φιλοποίμην Φίνος) μέχρι το 1978 όταν η θεατρική καριέρα του έκλεισε με το μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου», παράσταση του δικού του θιάσου (σε συνεργασία με την Μάρω Κοντού και τον Νίκο Ρίζο).
Δυστυχώς η βεβαρημένη υγεία του Κωνσταντάρα που μάλιστα εκδηλώθηκε επιθετικά ενώ συμμετείχε σε αυτήν την τελευταία του θεατρική δουλειά (χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να κάνει κι άλλα πράγματα ,όπως μια ακόμη ταινία, την τελευταία του, «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ», σε σενάριο του γιου του, δημοσιογράφου Δημήτρη Κωνσταντάρα) του επιφύλαξε ένα στενάχωρο και πρόωρο φινάλε ζωής.
Η αυλαία της ζωής του Λάμπρου Κωνσταντάρα έπεσε στις 28 Ιουνίου του 1985 αλλά η ψυχή του, ευτυχώς, παρέμεινε ανάμεσά μας. Και εξακολουθεί να παραμένει._