Στις 7 Απριλίου 2005 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πεθαίνει σε ηλικία 82 ετών και η Ελλάδα χάνει μία από τις πηγαίες φωνές της.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ως τραγουδιστής, αλλά και ως δημιουργός, ταύτισε τη φωνή και τα τραγούδια που ερμήνευσε με τις χαρακτηριστικότερες στιγμές της ζωής και της πορείας του ελληνικού λαού.
Μέσα από τις συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη τραγούδησε τους σπουδαίοτερους έλληνες ποιητές και έκανε τη γνήσια και ανεπιτήδευτη φωνή του το μέσο για να φτάσουν στον ελληνικό λαό τα υψηλότερα και αγνότερα νοήματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και διανόησης.
Την ίδια στιγμή εξέφρασε τα βαθύτερα όνειρα και πόνους των καθημερινών Ελλήνων. Τραγούδησε για τον έρωτα, τον χωρισμό, την φτώχια, τον θάνατο, την ξενιτιά, για όλα όσα απασχολούσαν και θα απασχολούν πάντα τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων.
Τον Νοέμβριο του 2002, δυόμισι χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, ο Μπιθικώτσης μίλησε στο «ΒΗΜΑ» και τον Θανάση Λάλα. Παραθέτουμε το μεγαλύτερο μέρος αυτής.
Η αφετηρία
– Τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια σκέφτεστε πώς έγινε και βρεθήκατε να ασχολείστε με το τραγούδι; Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι και να μην είχατε γίνει τραγουδιστής;
«Ναι, ήμουν υδραυλικός, και μάλιστα καλός τεχνίτης. Από το σπίτι βέβαια θέλαν να με μορφώσουν… τ’ αδέρφια μου, ο πατέρας μου, η μάνα μου… επειδή εγώ ήμουν ο τελευταίος».
– Πού μεγαλώσατε;
«Στο Περιστέρι. Από τ’ αδέρφια μου κανένας δεν πέρασε στα γράμματα, πήγαν όλοι σε τέχνες, και θέλαν εμένα να με κάνουν να μάθω γράμματα, να πάω παραπέρα απ’ το δημοτικό. Εγώ εν τω μεταξύ από μικρός, από εφτά-οχτώ χρονών, παίζω κιθάρα κι έχω μέσα μου κάτι».
– Πώς βρέθηκε η κιθάρα στα χέρια σας;
«Του αδερφού μου του μεγάλου ήτανε. Είχε πάει και μάθαινε νότες στο ωδείο. Την είχε μέσα σε μια μαξιλαροθήκη κρεμασμένη από ένα καρφί πάνω απ’ το κρεβάτι. Η μητέρα μου, για να μη βγαίνω έξω και παίζω και κρυώνω κι όλ’ αυτά, μ’ άφηνε και γρατσούναγα. Θέλω να πω ότι γεννιόνται όλα στη ζωή. Την κοίταγα εγώ, την κοίταγα… πολύ καιρό την κοίταγα την κιθάρα.
»Η μητέρα μου εκείνη την εποχή σήκωνε τα πάκια. Εγώ για να φεύγει από το σπίτι πήγαινα και της έλεγα: «Πέρασε η πατριώτισσά σου η κυρα-Βαγγέλαινα και είπε να πας από ‘κεί για να της σηκώσεις τα πάκια» – ψέματα έλεγα… Για να πάει εκεί ήθελε μία ώρα μόνο να φτάσει και μία να γυρίσει δύο και καμιά ώρα που θα κουβέντιαζε τρεις. Κατέβαζα εγώ την κιθάρα από τη μαξιλάρα και έπαιζα.
»Μέχρι που μια μέρα της λέω της μάνας μου: «Να κατεβάσω την κιθάρα από τη μαξιλαροθήκη;». «Οχι», μου λέει, «θα μας σκοτώσει ο μεγάλος». Ηταν ένα τραγούδι τότε που έλεγε: «Θα ‘θελα να σε ξεχάσω, όμως στην καρδιά μου πονώ». Η μητέρα μου δεν ήξερε πολύ απ’ αυτά τα τραγούδια, ήξερε από την πατρίδα της την Κάρυστο. Μόλις λοιπόν άκουσε τον ήχο, ότι εγώ κάτι κάνω, «βρε», μου λέει, «δώσ’ του…». Μου ‘πε βέβαια «μου ‘πες ψέματα, που μ’ έστειλες κτλ. κτλ.» και της είπα «γι’ αυτό σου ‘πα ψέματα, μαμά, την κιθάρα σκάλιζα…», αλλά δε μ’ άφηνε.
»Μια μέρα που έβρεχε μπήκε και ο αδερφός μου μέσα χωρίς να τον καταλάβουμε, άκουσε που έπαιζα και μου λέει: «Εσύ έπαιζες;». Λέω: «Ναι». Μου λέει: «Πάρ’ τη για δικιά σου».
Από μαθητής…υδραυλικός
– Εσείς εκείνη την εποχή ήσασταν καλός μαθητής;
«Οχι, είχα έναν που μ’ έσπρωχνε πολύ κι εγώ τον εμάθαινα κιθάρα, τον Θανάση τον Αναγνωστόπουλο. Εκείνος έγινε πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. Τελείωσα λοιπόν το δημοτικό και, όπως είπα, θέλαν να με μορφώσουνε. Με βάλανε οδός Μέντορος – το θυμάμαι σαν τώρα -, Κολοκυνθούς και Πειραιώς ήταν το Γυμνάσιο… Α’ Γυμνασίου. Πήγα κάνα-δυο μήνες, δεν καταλάβαινα τι λέγανε… Δεν τα ‘θελα τα γράμματα. Μέσα μου κοιμόταν ένα θηρίο. Ετσι ένιωθα εγώ, ότι μέσα μου ήθελα κάτι άλλο. Εν πάση περιπτώσει έφυγα, πήγα κι έκλαιγα στο σπίτι, με δείρανε κτλ. η μάνα μου, ο πατέρας μου, τ’ αδέρφια μου… Μόνο ο αδερφός μου ο μεγάλος πετάχτηκε και είπε: «Ε, με το ζόρι δεν μπορεί να γίνει αυτό».
Με βάλαν λοιπόν σ’ ένα κατάστημα υδραυλικών στην πλατεία Βάθης, Μάρνη και Βίκτωρος Ουγκώ. Στο σχολείο, στην πρώτη τάξη, πήγα το ’29, επτά χρονών – είμαι το ’22 γεννηθείς. Τελείωσα το ’35 και μέχρι το ’40 – μέσα σε πέντε χρόνια – είχα γίνει μάστορας. Επαιζα βέβαια και την κιθάρα. Εχω ακούσει και το Μάρκο το Βαμβακάρη, το «Σωκράτη» της ελληνικής μουσικής, του λαϊκού μας τραγουδιού…».
Γνωρίζοντας τον Μάρκο
– Σε κουτούκια πηγαίνατε και τον ακούγατε;
«Οχι, είχε έρθει στο Περιστέρι κι έπαιξε μαζί με το Χιώτη το ’36-’37… Κι έφαγα και ξύλο εκεί πέρα, γιατί άργησα τρία βράδια που έκατσα και τον άκουσα. Κι ενώ μέχρι τότε ήμουνα στα μοντέρνα, με το που τον ακούω, αλλάζω αμέσως στο λαϊκό. Μέσα μου χτύπησε πολύ ωραιότερα το λαϊκό τραγούδι».
– Ως τότε δηλαδή ακούγατε μοντέρνα;
«Ναι, ναι… βέβαια, Πολυμέρη και τέτοια. Ημουνα πολύ γνωστός και με το Γιώργο τον Κεφαλά…».
– Γιατί όταν ακούσατε τον Βαμβακάρη τρελαθήκατε;
«Δεν ξέρω, κάτι χτύπησε μέσα μου, μια άλλη νότα, μια άλλη μελωδία… ένα πράγμα άλλο. Μόλις άκουσα το Βαμβακάρη αλλάξαν όλα μέσα μου».
– Τον γνωρίσατε ποτέ τον Βαμβακάρη από κοντά;
«Πώς… αμέ. Οταν πήγαινα στα πάρτι, είχα λερωμένα τα χέρια μου από υδραυλικός. Τα ‘πλενα, τα ‘πλενα, πάλι μουντζουρωμένα ήτανε. Λέω: «Τι θα γίνει τώρα;». Εν πάση περιπτώσει, ήρθε η Κατοχή και μπήκα μέσα σ’ ένα μαγαζί μ’ ένα φίλο μου, το Μήτσο το Ρεπάνη, τον αδερφό του Αντώνη του τραγουδιστή – στον «Παβλιάβα» στο Περιστέρι. Εκείνος έπαιζε σαντούρι, εγώ έπαιζα μπουζούκι, ο Χρήστος κιθάρα κι έτσι κάναμε συγκρότημα.. Εκεί μέσα δούλεψα στην Κατοχή. Μετά ήρθε το ’45, το ’46, φύγαν οι Γερμανοί, το ’47 πήγα στη Μακρόνησο.
Στη Μακρόνησο
»»Τι δουλειά κάνεις;» μου ‘πε ένας αξιωματικός που ήταν εκεί για να μας βάζει στην ουρά. Λέω: «Είμαι μουσικός». Μου λέει: «Κάνε στην άκρη… τι παίζεις;». Εκείνος έπαιζε βιολί. Αν με ρωτήσεις, δε θυμάμαι τ’ όνομά του. Τον είχαμε βγάλει Βουνοτρυπίδη, επειδή είχε πει: «Θα τρυπήσουμε από ‘δώ το βουνό για να κάνουμε το θέατρο». «Ο Βουνοτρυπίδης» λέγαμε. (γέλια) Εψαξα εκεί, βρήκα ένα ακορντεόν, βρήκα ένα κιθαρίστα, τον Αβραμίδη το Γιώργο – του παπά γιος απ’ τη Θεσσαλονίκη -, ο Λημναίος ο Χρήστος κιθάρα, ένας ντράμερ… Ο ακορντεονίστας ήταν φερμένος από τη Μέση Ανατολή. Εκανα λοιπόν το συγκρότημα και παίζαμε στη Λέσχη Αξιωματικών, όπου είχε κι ένα χωνί απ’ έξω κι αφού παίζαμε τη νύχτα μέσα για τους αξιωματικούς – τον υποδιοικητή κι αυτά όλα – απ’ έξω ακούγανε και οι δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες… ένα τάγμα. Εκεί γνώρισα και το Θεοδωράκη, από ‘κεί πέρασε όλη η Αθήνα, όλη η αφρόκρεμα του μυαλού».
– Εσείς πώς βρεθήκατε στη Μακρόνησο;
«Δεν ήμουνα σε πολλά, αλλά εν πάση περιπτώσει Κατοχή ήτανε, μια κιθαρίτσα έπαιζα, κάποιος έβαφε στο ντουβάρι, κάπου με είχανε γράψει… Δεν είχα κάνει και πολλά».
– Δεν ήσασταν δηλαδή αριστερός με τη λογική αυτή.
«Οχι με τη λογική αυτή. Ημουνα έτσι… με τη μουσική τρεχάλα, επάνω στη μουσική είχα κάτσει».
(…)
– Υπάρχει κάτι που ανακαλύψατε στη Μακρόνησο; Πέρα δηλαδή απ’ όλα τα υπόλοιπα, σας βοήθησε σε κάτι στη ζωή σας;
«Ενιωσα τη σκληράδα της ζωής, ένιωσα τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι που ήταν εκεί για να βασανίζουν μ’ αγαπούσαν πολύ εμένανε. Δε μου μίλαγε κανένας. Και γλίτωσα πολλούς ανθρώπους χάρη στο ότι εγώ έπαιζα το μπουζούκι και τους ψυχαγωγούσα, και τους βασανιστές ακόμα, και πήγαινα μετά και τους ζητούσα χάρες για να τη γλιτώνουν τα φιλαράκια… όποιον έβλεπα τέλος πάντων και είχε ανάγκη από βοήθεια».
(…)
– Τον Βαμβακάρη γιατί τον λέτε «Σωκράτη»;
«Τον λέω γιατί όλοι αυτόν ακούσαμε, είναι ο δάσκαλός μας. Κάπως έτσι πιστεύω ότι θα ‘τανε κι ο Σωκράτης τότε. Μετά παρουσιάστηκε και ο Πλάτων, που μας είπανε ότι ήταν καλός μαθητής. Μπορεί και να ‘ναι εσφαλμένα πολλά απ’ αυτά που μας λένε, γιατί βλέπω ότι και για τη δική μου τη ζωή άλλοι μου τα λένε αλλιώς, άλλοι αλλιώς… Ενα 70% τα λέει και όπως είναι πραγματικά ο Γρηγόρης. Υπάρχει όμως κι ένα 30% που τα λέει περίπου. Κι έρχομαι κι εγώ να πω ότι απόγονο του Σωκράτη στον αιώνα που πέρασε έχουμε το Μάρκο Βαμβακάρη. Μα όχι μόνο εγώ. Ολοι όσους ρώτησα συμφωνούσαν μ’ αυτό. Και ο Κίτσος, ο αδερφός του Τσιτσάνη, στα Τρίκαλα που πήγα, μες στο καφενείο τους το Βαμβακάρη ακούγανε. Και ο ίδιος ο Τσιτσάνης, αν και ήταν μικρότερος βέβαια…».
(…)
Τα τραγούδια του
– Για σας ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου τραγουδιού; Εσείς δηλαδή, ακούγοντας ένα τραγούδι, είστε σε θέση να καταλάβετε αν θα γίνει μεγάλο;
«Είναι δύσκολο πολύ, αλλά όταν υπάρχει ο στίχος ο δυνατός… Γιατί εγώ έγραφα πάντοτε επάνω στον στίχο. Ηθελα να δω το στίχο, να μπει μες στην καρδιά μου, και μετά έγραφα τη μουσική. Εχω γράψει «Στου Μπελαμή του Ουζερί» – μεγάλο τραγούδι, Κώστας Βίρβος – έχω γράψει την «Επίσημη αγαπημένη», «Μια γυναίκα φεύγει», το «Τρελοκόριτσο» του Γιάννη του Παπαδόπουλου… Σε όλ’ αυτά έβλεπα πρώτα το στίχο, τον διάβαζα και, αφού καθόταν μες στην καρδιά μου, η μελωδία μετά γινόταν μια κι έξω».
– Αυτό είναι που λέμε έμπνευση;
«Εμπνευση, και μάλιστα μεγάλη έμπνευση. Είναι σαν να κάνεις έρωτα με τον εαυτό σου, το «είναι» σου με την καρδιά σου. Το «είναι» για μένα είναι χώρια από την καρδιά, είναι ξεχωριστά πράγματα. Οπως είναι το σώμα μας, η σάρκα και τα οστά μας, είναι η καρδιά μας, που δουλεύει μόνη της συνέχεια, και το «είναι» μας κοιμάται. Και το ξυπνάει η καρδιά».
(…)
– Αν υποθέσουμε ότι ο Βαμβακάρης ήταν ο «Σωκράτης» του ελληνικού τραγουδιού στον αιώνα που πέρασε, όλοι αυτοί μετά τον Βαμβακάρη – δηλαδή ο Μίκης, ο Μάνος, ο Ξαρχάκος… όλοι αυτοί τι είναι;
«Ακου να σου πω, αν δεν ήταν ο Βαμβακάρης φοβάμαι ότι δε θα ήταν και όλοι αυτοί. Αυτοί είχανε σπουδάσει να κάνουνε μια άλλη δουλειά, κλασική που λέμε… ορατόρια, σονάτες και τέτοια. Η σχέση τους με το λαϊκό ξεκινάει από τη ρίζα αυτή. Εμένανε άκουσε ο Μίκης που έλεγα το «Τρελοκόριτσο» όταν σπούδαζε στο Παρίσι και όταν ήμασταν μαζί στη Μακρόνησο. Εκείνος ήρθε το ’59. Και ο Χατζιδάκις άκουσε κάποια άλλα και ο Τσιτσάνης είχε τα δικά του ακούσματα κι όλα μαζί έρχονται από τη «σπηλιά» εκείνη. Διότι αν δεν ήταν αυτό το «σπήλαιο» να βγάζει προς τα έξω όλη αυτή την παραγωγή και να μπούμε εμείς τα «φίδια» μέσα και να μας χωρέσει όλους, θα ‘χαμε παγώσει. Εκείνοι θα ‘τανε ψευτο-Μπετοβενάκηδες κι εγώ ψιλο-Πολυμέρης. Επίσης και ο Παπαϊωάννου, μεγάλη υπόθεσις. Κι εκείνος μεγάλος, πολύ μεγάλος και πιο κοντά στο Βαμβακάρη».
Φως, σκοτάδι, χαρά και πόνος
– Για σας, η γλύκα, η ουσία της ζωής κρύβεται στο σκοτάδι ή στο φως;
«Νομίζω ότι κρύβεται στο σκοτάδι και πρέπει να ψάξεις να τη βρεις. Αυτό το πράγμα δεν κερνιέται, δε σ’ το κερνάει δηλαδή κανείς τσάμπα. Θα ψάξεις, θα δουλέψεις για ν’ αποκτήσεις και να πάρεις τη χαρά. Και οι μεγάλοι και όλοι».
– Η χαρά πάει αγκαζέ με τον πόνο;
«Είναι ξέχωρο πράγμα, αλλά είναι και τα δύο στο ίδιο σώμα μέσα, στο σώμα της ζωής. Χαίρεται η καρδιά σου, πονάει η καρδιά σου. Μόνη της είναι. Για σκέψου πόσες χιλιάδες εκατομμύρια φορές χτυπάει η καρδιά στον άνθρωπο και αναλόγως πόσο θα ζήσει, με πόσους παλμούς… συνέχεια».
– Εσείς πώς αντιμετωπίζετε τον πόνο;
«Θα το αρχίσω αλλιώς. Εγώ είμαι ένας αγωγιάτης και εσύ με ξυπνάς. Είσαι το αγώι, ήρθες και έφερες πράγματα εδώ πέρα και με ρωτάς – τι είναι αυτό, τι είναι το άλλο… και με ξυπνάς. Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Εγώ θυμάμαι, ακόμα το μυαλό δουλεύει. Το μόνο που έχω πόνους. Πονάω… εντάξει. Εχω κάνει δύο εγχειρήσεις κοιλιακής αορτής, είναι τα χρόνια περασμένα, είναι οι ρευματισμοί, είναι η μέση, είναι τούτο, είναι το άλλο… Τον πόνο όμως δεν πρέπει να τον ακούς. Γι’ αυτό υπάρχω. Και τον πόνο που έχω βρει είναι επειδή καμιά φορά το λέω ότι «πονάω, ρε γαμώ το», και μετά λέω «γιατί το είπα τώρα ότι πονάω; Αει σιχτίρ…». Αλλά πάλι δεν μπορείς και να μην το πεις. Πρέπει όμως να το παραμερίζεις. Γιατί αυτό γουστάρει ο πόνος. Να σε πάρει να φύγετε και να τελειώνεις. Εκεί του λες, φέρ’ ειπείν, «Αντε και πηδήξου, ρε…». Δεν τον ακούς».
(…)
«Εγώ καταλαβαίνω. Αυτοί που μιλούν για Μπαχ και Μπετόβεν δεν καταλαβαίνουν. Διότι εγώ έζησα με «Μπετόβεν» δίπλα μου: με το Θεοδωράκη και με το Χατζιδάκι. Είναι σπουδαίοι αυτοί οι δύο, είναι οι «Μπετόβεν» της ελληνικής μουσικής. Μπορεί να πήραν από το Βαμβακάρη, αλλά όμως είχανε βάσεις».
(…)
Στον δρόμο των μεγάλων ποιητών
Κάποια στιγμή ο Θεοδωράκης, ενώ έχουμε πει τον «Καημό», το «Γωνιά γωνιά σε καρτερώ» κτλ., μου λέει: «Θα πούμε τον Επιτάφιο του Γιάννη του Ρίτσου»».
– Εσείς στη Μακρόνησο τον είχατε γνωρίσει τον Ρίτσο;
«Οχι, τον είχα ακουστά. Ο μόνος έλληνας ποιητής που είχα ακούσει ήταν ο Ρίτσος ο Γιάννης, τίποτ’ άλλο. Είχα ακούσει και Βάρναλη, αλλά από τους μεταγενέστερους είχα κοντά μου το Γιάννη το Ρίτσο. Εντάξει, με τον Επιτάφιο κάπου είναι δίπλα τα πράγματα.
»Αλλά όταν μου ‘φερε τη Ρωμιοσύνη, που λέει «τραβήξανε ψηλά, πολύ ψηλά, δύσκολο πια να χαμηλώσουν, δύσκολο και να δουν το μπόι τους… » ή «αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα», εμένα μου ‘ρθαν αμέσως στο μυαλό οι Γερμανοί και η Κατοχή. Αλλά επειδή δεν μπορούσα να μπω και στο νόημα απολύτως, έπιασα το Μίκη, που ήξερε πιο πολλά γράμματα, για να του κάνω συζήτηση και να μπω καλύτερα στο θέμα.
»Γιατί άμα δεν μπεις μες στο θέμα τι να πεις απ’ αυτά τα τραγούδια; Δε μιλάμε για ένα τραγούδι όπως αυτά που λέμε σήμερα. Αυτά είναι το κάτι άλλο, τέτοιου είδους τραγούδια κινούνται γύρω από το Σύμπαν και – αν μη τι άλλο – θα μείνουν στους αιώνες. Είπα του Μίκη: «Εντάξει… Ασε με να μπω πρώτα στο νόημα και θα τα πούμε»».
»Αλλά, γαμώ τη μάνα του, είχαν περάσει τρεις μήνες και δεν είχα κάνει ούτε «α». Και όλο τράβαγα το κουπί. Κάθε βράδυ που σχόλναγα απ’ τη δουλειά ξανά και ξανά. Κάτι οι μνήμες απ’ την Κατοχή και τους Γερμανούς, κάτι Μακρονήσια, κάτι τα βάσανα και τα λοιπά, συν το ότι έπαιζα όργανο και ήμουν γεννημένος για τραγουδιστής, ήρθε κάποια στιγμή και κόλλησε. Μου φάνηκε όμως πολύ δύσκολο. Μετά είπα το Αξιον Εστί. Για μένα δεν μπορεί να το πει κανένας αυτό το τραγούδι – όχι επειδή δεν το ξέρουν, το ξέρουν, αλλά ντρέπονται να το αγγίξουν. Είναι επιστήμη».
– Σε τι διαφέρουν αυτά τα τραγούδια απ’ τα άλλα τραγούδια που λέγατε;
«Πρώτα απ’ όλα στο νόημα, που σε αυτά τα τραγούδια είναι πολύ μεγάλο. Επίσης πολύ μεγάλη η μελωδία. Διαφέρουν και στην απαίτηση που έχουν από τον τραγουδιστή. Μπορεί να το πούνε κάποτε και άλλοι, αλλά δε θα ‘ναι αυτό».
(…)
– Τον σκέφτεστε ποτέ τον θάνατο και πώς νιώθετε; Φοβάστε;
«Οχι, είναι νόμος. Σήμερα που μιλάμε πιστεύω ότι η ζωή μας είναι σα μαραμένο φύλλο από δέντρο, που το παίρνει ο αέρας και το πάει τσάρκες. Αυτή είναι η τσάρκα της ζωής. Τόσο λίγο κρατάει στο διάστημα των αιώνων και των εκατομμυρίων χρόνων».