Έρευνα της εισαγγελίας του Μέριλαντ των ΗΠΑ έφερε στο φως μία οδυνηρή υπόθεση χρόνιων σεξουαλικών κακοποίησεων και τα τραγικά στοιχεία γύρω από αυτή.
Συγκεκριμένα, πάνω από 150 μέλη του κλήρου σε όλη την Αρχιεπισκοπή της Βαλτιμόρης φέρονται να έχουν κακοποιήσει περισσότερα από 600 παιδιά και εφήβους κατά τη διάρκεια έξι δεκαετιών, από τα μέσα του 1940 έως το 2002, στη σκιά μιας εκκλησίας που συστηματικά αποτύγχανε να ερευνήσει και να περιορίσει την πρόσβασή τους στα παιδιά.
Πρόκειται για την πιο πρόσφατη από τις αποκαλύψεις σεξουαλικών κακοποιήσεων εντός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και μάλιστα, αυτή τη φορά στην πρώτη καθολική επισκοπή που ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Ελπίζουμε να δημοσιοποιήσουμε για πρώτη φορά το τεράστιο εύρος και το μέγεθος της κακοποίησης, της κατάχρησης και της απόκρυψης που διέπραξε η Αρχιεπισκοπή της Βαλτιμόρης», υπογραμμίζει η έκθεση, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας, Άντονι Μπράουν, είπε ότι το γραφείο του ερευνά επίσης δύο ακόμη επισκοπές, συμπεριλαμβανομένης της Αρχιεπισκοπής της Ουάσιγκτον.
Το περιεχόμενο της έρευνας
Η έκθεση 463 σελίδων, αποτέλεσμα τετραετούς έρευνας από το γραφείο του γενικού εισαγγελέα του Μέριλαντ, τεκμηριώνει αυτό που περιγράφει ως «διάχυτη και επίμονη κακοποίηση» από μέλη του κλήρου και άλλους στην αρχιεπισκοπή, καθώς και παραλήψεις και συγκαλύψεις από την ιεραρχία της εκκλησίας.
Συντάχθηκε και βασίστηκε σε εκατοντάδες μαρτυρίες αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αρχείων προσωπικού, αρχείων ιατρικής και ψυχολογικής θεραπείας, εντολών μετάθεσης και επίσημων εκκλησιαστικών πολιτικών. Το γραφείο του γενικού εισαγγελέα δημιούργησε επίσης μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας για να μπορεί κανείς να αναφέρει κακοποίηση. Περισσότερα από 300 άτομα επικοινώνησαν με το γραφείο, είπε ο Μπράουν.
Το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης είναι «αφηγήσεις κακοποιήσεων» που περιγράφουν λεπτομερώς τις εμπειρίες των θυμάτων αλλά και το πώς ιερείς και αξιωματούχοι της αρχιεπισκοπής κάλυψαν ή χειρίστηκαν λάθος τις καταγγελίες αυτές.
Αυτό που προκύπτει είναι κοινά μοτίβα και ιστορίες απεγνωσμένων γονέων που ανέφεραν περιστατικά χωρίς αποτέλεσμα και κακοποιητές που μετακινούνταν ή στέλνονταν για θεραπεία και στη συνέχεια επαναλάμβαναν τα αδικήματα.
Μεταξύ άλλων, η έρευνα κατέδειξε πως σε ορισμένες ενορίες, σχολεία και εκκλησίες υπήρχαν περισσότεροι από ένας κακοποιητής ταυτόχρονα — συμπεριλαμβανομένου του St. Mark Parish στο Κάτονσβιλ, όπου 11 κακοποιητές ζούσαν και εργάζονταν εκεί μεταξύ 1964 και 2004. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις, τα θύματα κατέληγαν να αναφέρουν περιστατικά σε ιερείς που ήταν και οι ίδιοι κακοποιητές.
«Αυτό που ήταν συνεπές σε όλες τις ιστορίες ήταν η απόλυτη εξουσία και δύναμη που είχαν αυτοί οι καταχρηστικοί ιερείς και η ηγεσία της εκκλησίας στα θύματα, τις οικογένειές και τις κοινότητές τους» είπε ο Μπράουν στους δημοσιογράφους.
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν ήταν λίγα τα θύματα που διέπραξαν απόπειρες αυτοκτονίας λόγω της κακοποίησης που υπέστησαν, με κάποια εξ αυτών να βάζουν τέλος στη ζωή τους.
Τα γλυκόπικρα συναισθήματα των θυμάτων
Κάποια από τα θύματα, μιλώντας στην Washington Post, δήλωσαν ικανοποιημένα από την επίσημη τεκμηρίωση της σωματικής και ψυχολογικής τους κακοποίησης, καθώς έκαναν λόγο για «ουσιαστική απόδοση ευθυνών» σε υποθέσεις δεκαετιών που θα μπορούσαν να είχαν αποκαλυφθεί μόνο μέσω κρατικής παρέμβασης. Αλλά επέκριναν τις αλλαγές και τις παρεμβάσεις που έγιναν στην αναφορά.
Η έκθεση απαριθμεί τα ονόματα 156 κακοποιών, με 10 όμως να έχουν αποκρυφθεί. Επιπλέον τα ονόματα εκκλησιαστικών αξιωματούχων που γνώριζαν για τα περιστατικά και δεν έκαναν τίποτα ή βοήθησαν να συγκαλυφθούν, επίσης αναδιατυπώθηκαν και αναφέρονται στην έκθεση μόνο ως υπάλληλοι Α, Β, Γ, Δ και Ε.
Στα μέσα Μαρτίου, ο δικαστής του δικαστηρίου της Βαλτιμόρης, Ρόμπερτ Τέιλορ Τζούνιορ, διέταξε αλλαγές στην αρχική έκθεση για να προστατεύσει ορισμένους ανθρώπους. Τμήματα της αναφοράς γράφτηκαν ξανά για να αφαιρεθούν οριστικά τα ονόματα και οι συνθήκες ταυτοποίησης 60 ατόμων.
«Επειδή η μυστικότητα είναι μία από τις κύριες αιτίες της καταχρηστικής συμπεριφοράς των Καθολικών ιερέων, η διαφάνεια —στο βαθμό που το επιτρέπουν ο νόμος και τα δικαστήρια— είναι η πιο ωφέλιμη προσέγγιση» ανέφερε σχετικά ο Τέρι Μακίρναν από τη ΜΚΟ Bishop Accountability (Λογοδοσία Επισκόπων).
Η σημασία και η επόμενη μέρα
Η εκτεταμένη κακοποίηση εντός της αρχιεπισκοπής ήταν ήδη ευρέως γνωστή από κάποιες ομάδες θυμάτων και, σε κάποιο βαθμό, είχε αναγνωριστεί από τους σημερινούς ηγέτες της εκκλησίας πριν από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης. Μεμονωμένες περιπτώσεις είχαν καταγραφεί από ακτιβιστικές ομάδες και δημοσιογράφους, ενώ, μεμονωμένα, κάποιοι ιερείς είχαν διωχθεί κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων για τα εγκλήματά τους.
Βέβαια, η έκθεση του Μέριλαντ δεν αναφέρει κανέναν κακοποιητή που υπηρετεί επί του παρόντος στον κλήρο, ενώ πολλοί εξ αυτών έχουν πεθάνει.
Σχεδόν όλες οι υποθέσεις κακοποίησης χρονολογούνται αρκετές δεκαετίες πίσω και λίγοι ιερείς ή επίσκοποι έχουν ποτέ διωχθεί ή λογοδοτήσει για κακοποίηση ή κακοδιαχείρηση σχετικών υποθέσεων.
Εγκρίνοντας τη δημοσίευση της έκθεσης, ο δικαστής Τέιλορ επισήμανε τον περασμένο μήνα ότι «η μόνη μορφή δικαιοσύνης που είναι τώρα διαθέσιμη είναι η δημόσια παραδοχή και απόδοση ευθυνών».
Ωστόσο, η έρευνα στο Μέριλαντ ενίσχυσε την υποστήριξη για την αναθεώρηση των παραγραφών στις αστικές αγωγές για περιστατικά κακοποίησης που έλαβαν χώρα στο παρελθόν.
Ως αποτέλεσμα, οι νομοθέτες του Μέριλαντ επέσπευσαν την Τετάρτη τη δικομματική ψήφιση (με ψήφους Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών) ενός νομοσχεδίου που επιτρέπει σε όλα τα θύματα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης να μηνύσουν τα ιδρύματα που ισχυρίζονται ότι στέγαζαν τους κακοποιητές τους, αφαιρώντας ένα εμπόδιο που για δεκαετίες εμπόδιζε πολλούς ανθρώπους να αναζητήσουν δικαιοσύνη.