Από τις χθεσινές δηλώσεις του τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και του εκπροσώπου του στην τουρκική προεδρία, επιβεβαιώνεται πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια νέα και οπωσδήποτε πρωτόγνωρη περίοδο «κανονικότητας».
Η «νέα κανονικότητα» δεν χαρακτηρίζεται μόνο από κινήσεις καλής θέλησης και φιλόφρονες δηλώσεις, σχεδόν αδιανόητες έως πρόσφατα, από την πλευρά της Αγκυρας. Σε αυτήν εγγράφεται και μια ατζέντα επαφών και συζητήσεων, όπως αποδείχθηκε και από την επίσκεψη του υπουργού Αμυνας στις σεισμόπληκτες περιοχές της Τουρκίας, «χαμηλών πτήσεων» στο Αιγαίο, αλλά και διάθεσης επανεκκίνησης του διαλόγου σε ό,τι αφορά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Είναι βεβαίως πολύ πιθανό η στροφή των 180 μοιρών που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα να οφείλεται σε εκλογικούς ή άλλους σχεδιασμούς της τουρκικής ηγεσίας, για την οποία δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς πως επί σειρά ετών πολιτεύτηκε ως νταής της γειτονιάς.
Δεν μπορεί να ξέρει επομένως εάν ο τούρκος πρόεδρος εγκατέλειψε τα νεοθωμανικά του όνειρα ή εάν θα επιστρέψει δριμύτερος μετά τις τουρκικές εκλογές. Ούτε ασφαλώς εάν μια νέα τουρκική ηγεσία θα πιάσει το νήμα του τουρκικού αναθεωρητισμού από εκεί που το άφησε η προηγούμενη.
Αυτό σημαίνει πως η «νέα κανονικότητα» εξαρτάται πρωτίστως από τη διάρκειά της. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν παύει να συνιστά μια ευκαιρία. Καμία ευκαιρία εξάλλου δεν απαγορεύει την εγρήγορση. Αλλά συνήθως οι ευκαιρίες είναι ασύμβατες με τον δογματισμό, τον αταβισμό και την καχυποψία.