Καλώς ή κακώς, τα μικράτα μας, μας καθορίζουν. Αποτελούν την αποθήκη εκείνη, που ανοίγει κατά τη διάρκεια της ζωής μας, συνειδητά / ασυνείδητα για να καθορίσει τις δράσεις μας. Όπως συνέβηκε και με την ερμηνεύτρια Ρένα Κουμιώτη, η οποία πέθανε τα ξημερώματα της Δευτέρας, ένα μήνα πριν συμπληρώσει τα 82 της χρόνια (γεννήθηκε 3 Μαΐου 1941), λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας.

Οι γονείς της πρόσφυγες. Γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία, βρέθηκε στην Δραπετσώνα και στη συνέχεια στην Κοκκινιά. Ο πατέρας της ναυτικός. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν 7 μηνών. Εκείνη και τα δύο αδέρφια της μεγάλωσε η γιαγιά της με συμπαραστάτη τον πατέρα της, ο οποίος δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Εζησαν φτωχικά αλλά δεν πείνασαν. Τελείωσε το Δημοτικό, δεν συνέχισε τις σπουδές της και τα επόμενα χρόνια την βρήκαν να δουλεύει ως κορδελιάστρα, σε παπαουτσάδικο, βοηθητική νοσοκόμα, στους Παπαστράτου. Η μοίρα τα έφερε να τραγουδήσει κάποια βραδιά σε μαγαζί στις Τρεις Γέφυρες, όπου εμφανιζόταν ο Μιχάλης Μενιδιάτης. Από κει και πέρα όλα είναι ιστορία. Το πρώτο της τραγούδι, ήταν το «Δώσε μου το στόμα σου» ή «Χελιδονάκι» στο εμβληματικό άλμπουμ (και με τις υψηλότερες πωλήσεις) «Ο Δρόμος» των Μίμη Πλέσσα / Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Η φωνή της βελούδινη και λαϊκή, από τους κυριότερους εκφραστές του νέου κύματος, η Ρένα Κουμιώτου (όπως ήταν πραγματικά το επίθετό της) θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού με το «Θαλασσινό Τριφύλλι» (από το ομώνυμο άλμπουμ των Λίνου Κόκοτου / Οδυσσέα Ελύτη). Συνδύαζε στην ερμηνεία της την λαϊκότητα και το συναίσθημα σε απόλυτη ισορροπία. Και σε αυτά είχε προσθέσει την γλύκα και την μόνιμη (σχεδόν) αόρατη μελαγχολία. Τα παραπάνω στοιχεία, δεν πηγάζουν από «εκπαίδευση» ή εκλογίκευση της Ρένας Κουμιώτη. Πηγάζουν από τη προσωπική της ζωή, από τις αναφορές της, τους επηρεασμούς από τη γειτονιάς της και πως αντιλαμβανόταν τον κόσμο.

Η Ρένα Κουμιώτη, δεν ήταν σούπερ σταρ – με τους σημερινούς όρους – δεν έπαιξε στο παιχνίδι της σόου μπιζ όπως θα λέγαμε σήμερα. Το 1974, στο peak της καριέρα της, εγκατέλειψε την Ελλάδα, στην οποία επέστρεψε το 1984. Τραγούδησε αυτά που ήθελε η ψυχή της και η επιλογή της αυτή συναντήθηκε με μεγάλη μερίδα του ελληνικού κοινού. Οπως στα τραγούδια «Το Καινούργιο Μου Φεγγάρι», «Αγαπιόμασταν», «Σταμάτησε Του Ρολογιού Τους Δείκτες», «Κόρη Του Γιαλού», «Πρώτη Φορά», «Το Κερί Μου Έλιωσε», «Έλα Να Σβήσεις Τη Φωτιά», «Η Άγια Κυριακή». Αντιστάρ έζησε όπως ήθελε εκείνη, αδιαφορώντας για τα πρέπει και θέλω, της καριέρας.

(πληροφορίες βιογραφικού από την συνέντευξη της εκλιπούσας στον Αντώνη Μποσκοΐτη και στη Lifo στις 18/2/2015)