Ως πολίτευμα η δημοκρατία προσφέρει ένα ανεκτίμητο προνόμιο: επιτρέπει στους πάντες να συζητήσουν για τα πάντα. Τίποτε δεν εξαιρείται από τον δημόσιο διάλογο. Ο καθένας μπορεί να πει ό,τι φρονεί, ό,τι πιστεύει ή ό,τι του αρέσει.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπόκειται στην κρίση των υπολοίπων. Μια άποψη μπορεί να είναι απολύτως σοβαρή. Μπορεί να εντάσσεται στην αχανή επικράτεια της μπαρούφας. Ή να τοποθετείται σε εκείνη την ειδική κατηγορία που καθιστά μια συζήτηση περιττή.

Η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε ατύπως με την ειδική αυτή κατηγορία της περιττολογίας να διεκδικεί τον δικό της χώρο. Τι νόημα έχει η συζήτηση για τον «άγνωστο Χ» πρωθυπουργό προτού εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, προτού δηλαδή γίνει γνωστό το αποτέλεσμα της κάλπης; Ή γιατί απασχολούν τον δημόσιο διάλογο με την επέκταση του φράκτη και ένα ατελείωτο «παρολί» οι μισοί ενός κόμματος όταν κανένας και πολύ περισσότερο η ηγεσία του δεν αμφισβητεί την ύπαρξή του;»

Ο άφθονος πολιτικός λόγος που παρήχθη το τελευταίο διάστημα και στις δυο περιπτώσεις, παρήγαγε με τη σειρά του ένα πολιτικό γεγονός. Τη διαμόρφωση μιας προεκλογικής ατζέντας μακριά από τα πραγματικά διακυβεύματα της κάλπης και τις πραγματικές αγωνίες των πολιτών. Μια ατζέντα, δηλαδή, από κάθε άποψη περιττή.

Ασφαλώς δεν απαγορεύεται σε μια δημοκρατία. Αλλά ακόμη και για τα δικά της δεδομένα, και υπό το βάρος των συνθηκών και των προκλήσεων με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα, είναι μάλλον πολυτέλεια…