Υπάρχουν καλλιτέχνες που στη διαδρομή τους, πωλλώ μάλλον, όταν αυτή συμπληρώνει μισό αιώνα, έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις με αποτέλεσμα σε κάθε νέα προσπάθεια να ελλοχεύει ο κίνδυνος της επανάληψης. Αποδόμηση του «κομματιού», από την πρώτη κιόλας πρόταση. Όπως κατά κάποιο τρόπο αποδόμησε και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, περί ου ο λόγος, το ελληνικό τραγούδι.
Το αποδόμησε για να δημιουργήσει το δικό του στυλ, την δική του αντίληψη για την ερμηνεία, η οποία για να μιλήσουμε συμβατικά ξεκινά από το ροκ περνάει στο έντεχνο και φθάνει στο λαϊκό / παραδοσιακό τραγούδι. Αυτά τα 50 χρόνια που βρίσκεται στο προσκήνιο έχει εφαρμόσει – ενδεχομένως ακουσίως – το διαλεκτικό σχήμα το οποίο χαρακτηρίζει την ιστορική κίνηση. Τη διαδικασία της διαλεκτικής σύνθεσης των αντιθέτων. Με ένα ρεπερτόριο, που όπως ο ίδιος έχει πει, ξεπερνά τα 1200 τραγούδια ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ακολούθησε και ακολουθεί τη σχέση θέση, αντίθεση, σύνθεση. Παίρνει το τραγούδι, το «διαλύει», ανακαλύπτει τις αντιθέσεις του και το συνθέτει εκ νέου, για να του δώσει την πνοή και την ψυχή που του αναλογεί. Δύσκολη δουλειά που τον αναγορεύει όχι μόνο ως μουσικό, στιχουργό αλλά κυρίως ως ερμηνευτή δημιουργό.
Γεννημένος στα Βάστα της Αρκαδίας, κοντά στη Μεγαλόπολη, στις 21 Ιουνίου 1950, είχε μάλλον από μικρό παιδί καταλάβει ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ξεχωρίσει. Σημειώνει ο ίδιος: «Ήμουν πολύ φιλόδοξο παιδί, ίσως γιατί ήμουν το μικρότερο στην οικογένεια. Ήθελα να μοιάζω με μεγαλύτερος οπότε έκανα προσπάθειες να δηλώσω την παρουσία μου. Ανέβαινα ψηλά, πότε σε δέντρα πότε στα κεραμίδια και τραγουδούσα γιατί φανταζόμουνα ότι με άκουγε πολύς κόσμος. Κάθε Τετάρτη που ερχόταν ο ταχυδρόμος του χωριού για να φέρει τα γράμματα των ξενιτεμένων, πήγαινα στο καφενείο όπου μαζευόταν ο κόσμος, ανέβαινα στα τραπεζάκια, τραγουδούσα και έλεγα ποιήματα και ως αντάλλαγμα μού έδιναν λουκούμια! Με τη μεγάλη μου δε αδελφή, τα καλοκαίρια ξενυχτούσαμε για το στάχυ και τραγουδούσαμε κοιτώντας τα άστρα νομίζοντας πως μας αυτά μας ακούγανε…»
Τα άστρα συνεχίζουν να τον ακούν όπως τον ακούν και οι χιλιάδες φίλοι ανά την Ελλάδα, ιδιαιτέρως σε συναυλίες, ανά την Ελλάδα. Και το κοινό του συνεχώς ανανεώνεται. Από πιτσιρικάδες που θα μπορούσαν να τον είχαν παππού έως συνομήλικοι του, είναι παρόντες σε κάθε live του, που έχει πάρει πλέον τη μορφή τάματος. Όχι με την θρησκευτική έννοια – φυσικά – αλλά με διονυσιακή. Θα ανάψουν καπνογόνα, θα τραγουδήσουν όλοι μαζί του, θα μιλήσει με τους θεατές και όλοι – μα όλοι – κάποια στιγμή θα φωνάξουν ή έστω θα μουρμουρίσουν το σύνθημα, «Τελεία και Παύλα / Βασίλη είσαι κ…..».
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, άρχισε να τραγουδά στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Το 1972 καταγράφεται η πρώτη επαγγελματική του συμμετοχή σε δίσκο, την «Ελληνική Χώρα» (Land of Greece), όπου ερμήνευσε τα δύο γνωστά τραγούδια «Ντιρλαντά και «Ο Σταμούλης ο Λοχίας. Την ίδια χρονιά εκδόθηκαν και οι δύο πρώτοι δικοί του δίσκοι βινυλίου 45 στροφών από την εταιρία LINDOS. «Σε Είδα Κι Αναστήθηκα / Χελιδονάκι» και «Δυο φίλοι / Φίλοι καλοί μου κι αδερφοί», και τα δύο σε μουσική του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη.
Το 1973 μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πήγε στη Γερμανία, όπου στο Μόναχο συμμετείχε σε επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα, τραγουδώντας παράλληλα σε πολλά στέκια Ελλήνων φοιτητών και ομογενών.
Το 1974, συναντήθηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη. Η πρώτη ολοκληρωμένη συνεργασία τους όμως έμελλε να αρχίσει δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο συμμετείχε στο δίσκο «Προδομένος Λαός» το 1974 (Ο Μίκης Θεοδωράκης τον είχε αποκαλέσει νέο Μπιθικώτση). Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε ουσιαστικά την επαγγελματική του πορεία στο τραγούδι. Τραγούδησε σε μπουάτ και ηχογράφησε ένα μικρό δίσκο 45 στροφών. Επίσης είχε συμμετάσχει στην ηχογράφηση του δίσκου του Μάνου Λοΐζου «Τα τραγούδια του δρόμου».
Το 1975 ηχογράφησε «Τα αγροτικά» του Θωμά Μπακαλάκου. Την ίδια εποχή γνώρισε δύο συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε στενά στην πορεία του, τον Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου ήταν ιδανική για να εκφράσει το δυναμισμό και τη λυρικότητά τους.
Το 1976 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με ολοκληρωμένο δίσκο στη δισκογραφία με το Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Της εξορίας», και το 1978 ο συνθέτης τον επέλεξε για την παγκόσμια περιοδεία του. Τραγούδησε σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία.
Σε αυτή την πρώτη – τυπικά – δεκαετία της καλλιτεχνικής του ζωής, χτίζεται ουσιαστικά το κοινωνικό / καλλιτεχνικό ύφος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και θεμελιώνεται την δεκαετία του ΄80. Παρών και στους κοινωνικούς / λαϊκούς αγώνες, με τη μουσική και τα τραγούδια, ο στίχος του κομματιών είναι σαφώς αιχμηρός και παρεμβατικός. Στις πέντε αυτές δεκαετίες έχει συνεργαστεί ή έχει ερμηνεύσει μεταξύ άλλων Αντώνη Βαρδή, Λάκη Παπαδόπουλο, Γιάννη Γλέζο, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Νικόλα Ασιμο, Κώστα Τριπολίτη, Γιώργο Νταλάρα, Νίκο Κυπουργό, το 1991 τραγούδησε για δεύτερη φορά – μετά το 1979 στο «Σταυρό του Νότου» – Νίκο Καββαδία και Θάνο Μικρούτσικο στο δίσκο «Γραμμές των Οριζόντων», Τάσο Λειβαδίτη, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Οδυσσέα Ιωάννου, Χάρις Αλεξίου, Άλκη Αλκαίο, Δημήτρη Μητροπάνο, Χρήστο Νικολόπουλο, Γιάννη Κούτρα και τόσους άλλους.
Από τη μια πλευρά πολιτικός / κοινωνικός από την άλλη πλευρά ερωτικός, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έχει αφήσει το αποτύπωμά του στο ελληνικό τραγούδι. Ηταν και αυτός από τους δημιουργούς που «ανάγκασε» πολλούς πιτσιρικάδες να αρχίσουν να γρατζουνούν κιθάρα, κάποιους άλλους να αναζητήσουν το έργο σημαντικών ποιητών και συνθετών που έχει συνεργαστεί μαζί τους και κάποιοι άλλοι να συνειδητοποιήσουν ότι το τραγούδι είναι πολιτική πράξη. Ακόμη και στην ερωτική του εκδοχή. Επειδή δεν έχουν πάντοτε σημασία (μόνο) οι στίχοι ή οι ενορχηστρώσεις αλλά και η στάση του ερμηνευτή στην κοινωνία που ζει και συμμετέχει. Ακόμη και σε όποιον δεν του αρέσει να τον ακούει ή τον θεωρεί ξεπερασμένο, δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για σύνολο αρχών και κατευθύνσεων του σε αυτά τα 50 χρόνια.
ΥΓ Την Τετάρτη 14 Ιουνίου στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γιορτάζει τα 50 του χρόνια στην ελληνική δισκογραφία.