«Δεν θα γίνουμε φορολογικός παράδεισος, δεν θέλουμε να γίνουμε Ιρλανδία» είχε απαντήσει σχεδόν απαξιωτικά το 2001 ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης, Κώστας Σημίτης, απαντώντας στην παρατήρηση του προέδρου του ΣΕΒ ότι η χώρα μας δεν έχει τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ιρλανδίας, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, ότι η στρατηγική του για τις ξένες επενδύσεις στη χώρα δεν περιλάμβανε μειώσεις στη φορολογία κερδών και κεφαλαίου. Ήταν μια εποχή που η Ελλάδα μετρούσε λιγότερα ξένα κεφάλαια από την Κολομβία, κάτι που δε συμβάδιζε με το εκσυγχρονιστικό του όραμα. Λίγοι ωστόσο εξέλαβαν τότε τη δήλωσή του ως κάτι περισσότερο από μια αδέξια ίσως, άρνηση να μειωθούν οι φόροι στο ξένο κεφάλαιο.
Το αν δικαιώθηκε ο Κώστας Σημίτης έχει ίσως λιγότερο ενδιαφέρον από το πού διαψεύστηκε, μιας και κανένα από τα δύο δε θα μπορούσε να είναι καθολικό. Η Ιρλανδία ακολούθησε για χρόνια ένα πρότυπο επιθετικής προσέλκυσης ξένων επενδυτών με όρους «οικονομίας του πεζοδρομίου» – χωρίς πολλούς φόρους, ρυθμίσεις και δεσμεύσεις. Μια πολιτική ριψοκίνδυνη, μιας και πολλές θέσεις εργασίας χάθηκαν τα χρόνια της κρίσης και σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο δολάρια εξέρευσαν προς τις ΗΠΑ, όταν αυτές επιδίωξαν συστηματικά τον επαναπατρισμό των επιχειρήσεων τους. Η Ελλάδα μπορεί να μη χαρίστηκε στο ξένο κεφάλαιο με τον ίδιο τρόπο, αλλά υπέφερε εξίσου πολύ όταν η κρίση χτύπησε κόκκινο.
Η διαφορά μας με τους Ιρλανδούς δεν είναι στα λίγα που είχαμε, αλλά στο τι (δεν) κάναμε για να τα διατηρήσουμε.
Το 2014, τα αποθέματα ξένων επενδύσεων είχαν ήδη επιστρέψει σε επίπεδα εποχής Σημίτη. Οι Καναδοί χρυσωρύχοι της Χαλκιδικής, που αποχώρησαν ηχηρά καταγγέλλοντας αδιαφορία δεν ήταν ούτε οι μόνοι, ούτε οι τελευταίοι. Η μείωση του ξένου κεφαλαίου το 2020, λόγω της πανδημίας, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. 9 000 θέσεις εργασίας σε ξένες επιχειρήσεις χάθηκαν σε έναν χρόνο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Κλάδοι ανθεκτικοί και υποσχόμενοι, όπως η μεταποίηση, εγκαταλείφθηκαν με τα αποθέματα κεφαλαίου να υποχωρούν στο χαμηλότερο επίπεδο εικοσαετίας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Η διαχείριση των επενδυτών κατά την πανδημία ήταν καταστροφική, αλλά και αποσιωπημένη.
Οι ξένες επενδύσεις είναι σαν τις σχέσεις, η περισσότερη δουλειά χρειάζεται αφού ξεκινήσουν. Στην Ελλάδα ωστόσο παραμένουμε καθηλωμένοι στο εφηβικό στάδιο καταμέτρησης κατακτήσεων.
Τα 5 δισ. νέων κεφαλαίων το 2021 και 6 δισ. το 2022 που διατυμπανίζουν οι κυβερνώντες, ακούγονται ονειρεμένα. Μια πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία όμως δεν αφήνει αμφιβολία για τον αντίκτυπό τους. Οι επενδύσεις σε νέες παραγωγικές μονάδες μειώθηκαν το 2021 εν μέσω πανηγυρισμών, κατά 14% και τα τελευταία στοιχεία που καταγράφουν οι Financial Times δείχνουν ακόμη μεγαλύτερη μείωση το 2022. Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές – ως επί το πλείστον στον κλάδο των ακινήτων – υπερτριπλασιάστηκαν. «Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στη χώρα μας επικεντρώνονται κυρίως στα ακίνητα, που φέρνουν πλούτο στους πρώην ιδιοκτήτες τους, στους μεσίτες και στους συμβολαιογράφους, αλλά όχι ανάπτυξη», έγραψε πρόσφατα ο Μάνος Ματσαγγάνης.
¨Όπως το διατύπωσε ο Κώστας Σημίτης: «στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούν οι επενδύσεις στο real estate και τα deals κερδοσκοπικών funds, τα οποία μάλιστα συχνά χρηματοδοτούνται με δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες. Δηλαδή, με τα εθνικά μας κεφάλαια οι ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της οικονομίας μας. Αυτό δεν λέγεται ξένη επένδυση, αλλά κερδοσκοπικός οπορτουνισμός».
Για κάθε ευρώ ξένης επένδυσης σε νέες παραγωγικές μονάδες, οι θέσεις εργασίας που ανακοινώνονται στην Πορτογαλία είναι τριπλάσιες από ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους FT.
Ο Κώστας Σημίτης είχε, επίσης, δίκιο όταν απέρριπτε επίμονα τη μείωση των φόρων κερδών και κεφαλαίου. Ήταν ένδειξη συνέπειας απέναντι σε θεμελιώδεις αναπτυξιακούς στόχους, αλλά και αυτοσεβασμού μιας κυβέρνησης που είχε την φιλοδοξία να θέσει τον πήχυ λίγο ψηλότερα. Tην ίδια εποχή πριν από 22 χρόνια δήλωνε ότι «…μας εκφράζει η πολιτική της ανάπτυξης. Σοσιαλιστικές πολιτικές, χωρίς πόρους, δεν γίνονται. Σοσιαλιστικές πολιτικές, χωρίς οικονομική σταθερότητα και αύξηση του προϊόντος, δεν γίνονται. Σοσιαλιστικές πολιτικές, που οδηγούν στην ύφεση, στον πληθωρισμό, στο δανεισμό, είναι συντηρητικές πολιτικές. Ενισχύουν τους έχοντες και εξασθενούν τους μη έχοντες».
Αυτό που μας έμαθαν οι Ιρλανδοί τα χρόνια που ακολούθησαν, ωστόσο, είναι η αξία μιας συνολικής στήριξης του κύκλου ζωής των επενδύσεων, την οποία δεν εφαρμόσαμε ποτέ στην Ελλάδα. Και αυτό διότι οι Ιρλανδοί, πέρα από φορολογικά κίνητρα, υιοθέτησαν ένα συνολικό πλαίσιο συγκράτησης επενδύσεων, με μηχανισμούς επίλυσης διενέξεων, προγράμματα κατάρτισης και λύσεις για κάθε έναν από τους μεγάλους επενδυτές τους ξεχωριστά εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων ώστε να παραμείνουν στη χώρα και να επεκτείνουν τις μονάδες τους.
Η πολιτική απέδωσε και η παραγωγή δεν έφυγε. 300 χιλιάδες είναι σήμερα οι θέσεις εργασίας σε ξένες επιχειρήσεις στην Ιρλανδία, διπλάσιες σχεδόν από την αρχή της κρίσης. Για κάθε ευρώ ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα του 2001, η Ιρλανδία μετρούσε 10. Σήμερα ο λόγος είναι 1 προς 30.
Στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής περιλαμβάνονται μια σειρά εξειδικευμένων μέτρων για την προσέλκυση και συγκράτηση ξένων άμεσων παραγωγικών επενδύσεων, με επίκεντρο την υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία και με άξονες ένα Ολοκληρωμένο Πλαίσιο Διευκόλυνσης Επενδύσεων (Investment Facilitation), την ένταξη συγκεκριμένων τομέων προτεραιότητας στο πλαίσιο στρατηγικών επενδύσεων και ένα αποτελεσματικό πλαίσιο συγκράτησής τους και την ολοκληρωμένη σύνδεση μικρομεσαίων επιχειρήσεων με ξένους επενδυτές.
Η ενηλικίωση της επενδυτικής μας πολιτικής δε χρειάζεται να έρθει βίαια. Γνωρίζουμε καλύτερα, αρκεί να τα εφαρμόσουμε κι εμείς.
(*) Ο Ηλίας Κικίλιας είναι Οικονομολόγος, Γραμματέας του Τομέα Ανάπτυξης του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής
(**) Ο Αλέξανδρος Ραγκούσης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Γραμματέας του Τομέα Ανάπτυξης του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής