Σαν χθες στις 28 Μαρτίου 1969, ο Σεφέρης έκανε την πολυαναμενόμενη δημόσια δήλωσή του κατά της χούντας: «Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δεν σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.» Την παρακαταθήκη αυτή οφείλουμε όλοι όσοι γράφουμε να την τηρούμε. Δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους η πολιτική όταν γράφουμε και κυρίως όταν δημοσιολογούμε. Επιφυλλίδες και άρθρα στα Κυριακάτικα περί ανέμων και υδάτων που δεν στοχεύουν σε αυτό για το οποίο έστι χρεία, καλύτερα να μην γράφονται -δεν διαβάζονται έτσι κι αλλιώς.
Τον Απρίλιο του 1964 μετά το Νόμπελ, ο ποιητής αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Στο τραπέζι που ακολούθησε την τελετή και που κατόπιν επιλογής του έγινε στη Φοιτητική Εστία (με τις φορμάικες και τους αλουμινένιους δίσκους) παρέστην και εγώ, εκπροσωπώντας μαζί με τον Γιάγκο Ανδρεάδη τους φοιτητές της Φιλοσοφικής και της Νομικής Σχολής. Ένα χρόνο πριν, η συντακτική ομάδα του αριστερού περιοδικού «Σπουδαστικός Κόσμος» εγκαινίαζε το πρώτο φύλλο, με ένα κείμενο, μεταξύ άλλων, με τον τίτλο «Η δόξα μας άγγιξε πάλι» που μου είχε ανατεθεί να καταθέσω το συντομότερο δυνατόν. Επιφορτίστηκα επίσης, με μία αποστολή: να κατέβω στην Αθήνα και να ζητήσω συνέντευξη από τον ποιητή. Ταξίδεψα νύχτα με το «Ακρόπολις» και νωρίς το πρωί χτύπησα τη σιδερένια αυλόπορτα του σπιτιού του ποιητή στην οδό Άγρας. Μου άνοιξε με τη ρόμπα της η Μαρώ – προφανώς ενοχλημένη για το ακατάλληλο της ώρας αλλά και για το αίτημα – και μου είπε ότι ο Σεφέρης απουσιάζει. Έφυγα. Όταν το κείμενό μου ήταν στο τυπογραφείο, έλαβα μία λευκή κάρτα από τον ποιητή με ημερομηνία 14/11/63, όπου, σα να ήθελε να δικαιολογηθεί, «ευχαριστούσε για την αγάπη μας». Σαν ανταπόδωση, αντί της φωτογραφίας του, δημοσιεύσαμε σε raster αυτή την κάρτα.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971 στο Παρίσι, μάθαμε για τον θάνατο του Σεφέρη από τα ραδιόφωνα της παρανομίας και το BBC. Η κηδεία του ήταν η δεύτερη διαδήλωση κατά της χούντας – μετά από την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου. Εκεί, μάθαμε ότι ο Αναγνωστάκης όρθιος φώναζε «Αθάνατος!» κι ότι ο Χειμωνάς – όπως γράφει στις «Τρεις συναντήσεις» – παρακολουθούσε από απόσταση. Μάθαμε επίσης ότι η Μαρώ έκοψε την ξανθιά κοτσίδα της και την εναπόθεσε στο μνήμα. Κλείνοντας αυτόν τον εκ του μακρόθεν χαιρετισμό προς το «σαν χθες», τώρα που «οι εύγλωττοι κόσμοι χάθηκαν» και που «οι λασποκαθαριστές της ποίησης στερούνται γενικά του συναισθήματος της Ποίησης, ανίκανοι να διαπεράσουν τις οδούς της δράσης της», όπως διαμηνύει ο Ρενέ Σαρ στο «Αδέσποτο Σφυρί», τώρα λοιπόν μου έρχεται στο μυαλό η περιγραφή του Τάκη Σινόπουλου από το «Νυχτολόγιο» (1978). Αντιγράφω:
«Ο Σεφέρης πέθανε προχτές στα υπόγεια του «Ευαγγελισμού» στον θάλαμο εντατικής παρακολούθησης, αφού πάλεψε με τον χάρο κοντά δυο μήνες. Πήγα αρκετές φορές εκεί. Στο «σαλόνι» του υπογείου κι απ΄έξω υπήρχε συνήθως πολύς κόσμος, πολλοί «φίλοι». Ήταν μία περίπου κοσμική συγκέντρωση. Κάποια μέρα τρύπωσα στον θάλαμο που τον είχαν κι όπου δεν έμπαινε κανείς. Μπήκα με την «ιδιότητά» μου, φόρεσα μάλιστα κι άσπρη μπλούζα. Αλλά σε λίγο οι γιατροί με πήρανε χαμπάρι και με διώξανε. Την ώρα εκείνη κοιτάζανε εμβριθώς κάτι ακτινογραφίες θώρακος, προφανώς του Σεφέρη (…) Τον είχαν ξαπλωμένο σε ένα φορείο με ορούς, τ’ άσπρο σεντόνι γανιασμένο απ’ τα πλυντήρια, τον μισοσκέπαζε. Είχε κλειστά τα μάτια, μήτε άκουγε, άσπρος, λιγάκι γκρίζος, το μούτρο σουρωμένο και σκοτεινό, ένα φάντασμα του Σεφέρη, ένα πτώμα ακόμα ζωντανό, ένα μισοζώντανο πεθαμένο πτώμα.»