Με την άτυπη προκήρυξη των εκλογών από τον πρωθυπουργό έκλεισε στη χώρα μας μια περίοδος, αν όχι εκλογικής αβεβαιότητας, οπωσδήποτε εκλογικής φλυαρίας.
Αυτό το διάστημα, οι εκλογές απασχόλησαν ξανά και ξανά τον πολιτικό διάλογο ως αίτημα, έγιναν αντικείμενο προβλέψεων από τις οποίες δεν έλειψε η αυθαιρεσία, έδωσαν τροφή (ενδεχομένως και ψωμί) σε δημοσιολόγους και δημοσιολογούντες.
Ως εδώ, business as usual. Στο εξής, όμως, οι κάλπες αποκτούν περιεχόμενο. Οι εκλογές είναι κατ’ αρχάς μια διαδικασία αξιολόγησης όπου κανένας, και από όποια θέση και αν συμμετέχει στην πολιτική διεύθυνση της χώρας, δεν εξαιρείται. Οι πολίτες κρίνουν και την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως και τον καθένα που διεκδικεί την ψήφο του.
Αυτή, ωστόσο, είναι μόνο η μία όψη της κάλπης. Οι εκλογές δεν είναι μόνο ένας απολογισμός πεπραγμένων ούτε μια υπόθεση που αφορά μόνο το παρελθόν. Αφορά και τον μέλλοντα χρόνο, ο οποίος έχει επίσης συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν κάθε εκλογικός κύκλος ανοίγει και κλείνει με προτάγματα που αφορούν το κράτος και τις λειτουργίες του. Ο «εκσυγχρονισμός», η «επανίδρυση του κράτους» ή το «επιτελικό κράτος» αφορούν εντέλει το ίδιο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα.
Το εγχείρημα αλλού πέτυχε περισσότερο και αλλού λιγότερο. Πέρα από το αποτέλεσμα και παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που έχει συντελεστεί αυτά τα χρόνια, δεν παύει να αποτελεί μια αδήριτη ανάγκη και να απαιτεί τους ικανότερους εκ των υποψήφιων διαχειριστών.
Σημασία επομένως δεν έχει πότε ψηφίζουμε. Περισσότερη σημασία έχει ποιον. Και γιατί.