Στις 28 Μαρτίου 1969, έξι περίπου χρόνια από την ημέρα που του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και δύο σχεδόν χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας των Συνταγματαρχών, ο Γιώργος Σεφέρης με δημόσια δήλωσή του, αποδοκιμάζει τη Δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Η δήλωση του Σεφέρη
«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου – δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία – ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
»Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
»Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
»Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
»Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
»Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».
Η αντίδραση της Χούντας
Η δήλωση του Σεφέρη, που ηχογραφήθηκε στην Αθήνα και μεταδόθηκε από το βρετανικό ραδιοφωνικό δίκτυο BBC ήταν μια απερίφραστη καταδίκη του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απρίλιου, από έναν παγκοσμίου φήμης έλληνα λογοτέχνη και ως εκ τούτου προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση διεθνώς.
Ο θόρυβος που ξέσπασε «υποχρέωσε» τη Χούντα σε δημόσια ανακοίνωση μέσω του ημερήσιου τύπου που έτσι κι αλλιώς ελεγχόταν από τη δικτατορική λογοκρισία, επιπλέον οι δικτάτορες αφαίρεσαν από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή και του απαγορεύθηκε η χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου.
Η ανακοίνωση της Χούντας χαρακτηρίζει τη δήλωση του Σεφέρη ως κάτι το «αντίνομον», ενώ υποστηρίζει ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου έγινε για την περιφρούρηση των αξιών για τις οποίες αγωνίστηκε ο ελληνικός λαός στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και «κατά την κομμουνιστικήν εισβολήν».
«Ο κ. Σεφεριάδης εις την ανακοίνωσίν του, τονίζει ότι το σημερινόν καθεστώς της Ελλάδος είναι αντίθετον προς τα ιδεώδη διά τα οποία επολέμησεν ο ελληνικός λαός. Ενώ είναι γνωστόν, και αναγνωρίζεται παγκοίνως, ότι ο ελληνικός λαός ηγωνίσθη κατά τον τελευταίον παγκόσμιον πόλεμον, αλλά και κατά την κομμουνιστικήν εισβολήν, δια την περιφρούρησιν της αξιοπρεπείας του Ανθρώπου και των ηθικών αξιών του ελληνισμού.
«Αφού, λοιπόν, ο ελληνικός λαός ηγωνίσθη υπέρ των αυτών αξιών δια την περιφρούρησιν των οποίων εγένετο η Επανάστασις, είναι τουλάχιστον αντίνομον να εμφανίζεται από τον κ. Σεφεριάδην το σημερινό καθεστώς της Ελλάδος ως αντίθετον προς τα ιδανικά διά τα οποία ηγωνίσθη ο λαός μας και τα οποία αποτελούν, από αιώνων και χιλιετιών, την πυξίδα της πορείας του Έθνους»
Στη συνέχεια της ανακοίνωσής τους οι πραξικοπηματίες χαρακτήρισαν τη δήλωση του Σεφέρη ως μια πράξη προερχόμενη από την επιθυμία του να βγει από τη δήθεν αφάνεια αλλά και ως πράξη υποκινούμενη από διεθνή ανθελληνικά κυκλώματα.
«Και ναι, μεν, είναι πολύ πιθανόν ότι ο κ. Σεφεριάδης ηθέλησε διά της ανακοινώσεώς του, να αντιρροπήση και να εξουδετερώση τον αδυσώπητον νόμον της φθοράς και της λησμοσύνης, που είναι φυσικά παρακολουθήματα της εκ βιολογικών, και όχι άλλων, αιτιών πνευματικής στειρώσεως και απουσίας του εκ του λογοτεχνικού στίβου.
»Εν τούτοις, το γεγονός ότι η ανακοίνωσίς του εγένετο εις χρόνον, κατά τον οποίον είς το εξωτερικόν, ύποπτοι αλλοδαποί προστάται των μη θιγεισών ελευθεριών του ελληνικού λαού, βάλλουν απροκαλύπτως κατά της Ελλάδος, όχι απλώς ως χώρας, αλλά ως βασικού προμαχώνος του Δυτικού Κόσμου, θα ηδύνατο να οδηγήση εις σκέψεις αποκαρδιωτικάς περί του ως άνω λογίου (…)
»Ενεφανίσθη εις το προσκήνιον, όχι μόνον διά να θραύση τον σκληρόν κλοιόν της λησμοσύνης, αλλά διά να εκτελέση μέρος ρόλου ανατεθειμένου εις αυτόν υπό διεθνούς κυκλώματος επιβουλής κατά της Ελλάδος».
Μετά τη δήλωση
Η Αναστασία Λαμπρία είχε αναφερθεί, στο «ΒΗΜΑ» της 20ης Απριλίου 1997, στις αντιδράσεις φιλοχουντικών μετά τη δήλωση του Σεφέρη.
«Την ίδια χρονιά, το 1969, που χαρακτηρίζεται έτος φωτός, όπου πυρετωδώς ετοιμάζεται η Ολυμπιάδα του Τραγουδιού ως μέγα καλλιτεχνικό γεγονός και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Προεδρίας καλεί την πνευματική ηγεσία να ανταποκριθεί στο προς την πατρίδα καθήκον, ξεσπά η υπόθεση Σεφέρη: το γνωστό κείμενο του ποιητή, με το οποίο έσπασε τη σιωπή του και εστράφη κατά της χούντας, προκάλεσε τις πιο εξωφρενικές και τραγελαφικές αντιδράσεις.
» “Εφιμώθη η δική του ελευθερία;”, αναρωτιέται ο Σάββας Κωνσταντόπουλος σε πρωτοσέλιδο του “Ελεύθερου Κόσμου”.
“Τον ημπόδισε κανείς να γράφη ποιήματα ή φιλολογικά δοκίμια; Τον παρηνόχλησε η εξουσία εις την πνευματικήν άσκησιν του καθήκοντός του; Εισήλθεν το κράτος εις τον χώρον των πνευματικών του εμπνεύσεων και εις την τέχνην της εκφράσεως και των αισθημάτων; Ουδέποτε ηνοχλήθη. Είχε την ευτυχία να σκέπτεται και να γράφη. Μόνος του απεφάσισεν να σιωπήση”
»Και όσο το κείμενο του Γιώργου Σεφέρη έκανε τον γύρο του κόσμου τόσο οι φωνές των Αθηνών επισήμως τον κατηγορούσαν για πολιτική ακρισία, του προσέδιδαν τον τίτλο του “κυριωτέρου προπαγανδιστή του ΕΑΜ” την εποχή όπου ο Σεφέρης βρισκόταν στη Μέση Ανατολή.
»Στους δε ανεπίσημους διαδρόμους ψιθυριζόταν μεγαλοφώνως ότι το Νομπέλ είχε δοθεί στον ποιητή επειδή είχε ξεπουλήσει την Κύπρο στους Αγγλους»!
Η Νόρα Αναγνωστάκη, κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και σύζυγος του μεγάλου ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη υπήρξε από τους ανθρώπους που για πολλά χρόνια έζησε από κοντά τον Σεφέρη.
Σε κείμενό της στο «ΒΗΜΑ» στις 27 Φεβρουαρίου 2000, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και σε όσα ακολούθησαν τη δήλωση του Σεφέρη.
«Οταν έκανε τη δήλωση εναντίον της [Χούντας] βρισκόμουν στην Αθήνα. Εκοψα μιαν αγκαλιά πασχαλιές από τον κήπο και πήγα να τους δω (σ.σ. το ζεύγος Σεφέρη)
» “Αισθάνθηκα την ανάγκη να σας δω από κοντά” του λέω, “ξέρετε γιατί”. Ηξερε.
Tα «Δεκαοχτώ Κείμενα»
Η πρωτοβουλία του Γιώργου Σεφέρη να μιλήσει απερίφραστα ενάντια στην χούντα έφερε, κάποιους μήνες αργότερα και τη γέννηση ενός εμβληματικού αντιδικτατορικού εκδοτικού έργου, των «Δεκαοχτώ Κειμένων», από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Στην επανέκδοση του 2016 αναφέρεται: «Ο Γιώργος Σεφέρης, 28 Μαρτίου του 1969, κάνει την περίφημη δήλωσή του εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος.
»Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς αίρεται η προληπτική λογοκρισία για να αντικατασταθεί μ’ έναν σκληρό και ασαφή νόμο περί Τύπου. Ορισμένοι συγγραφείς, πού αντιστέκονταν με τη σιωπή τους, αποφασίζουν να εμφανιστούν ομαδικά δημοσιεύοντας κείμενα τα οποία μέσω της αλληγορίας, της ειρωνείας και του υπαινιγμού στρέφονται εναντίον της χούντας.
»Ο Στρατής Τσίρκας είναι ένας οπό τούς εμψυχωτές και πρωτεργάτες αυτής της πρωτοβουλίας που συσπειρώνει συγγραφείς από όλο το φάσμα των αντιδικτατορικών πολιτικών δυνάμεων, τάσεων και αποχρώσεων.
»Η Νανά Καλλιανέση αναλαμβάνει την εκτύπωση του τόμου με τον τίτλο: Δεκαοχτώ Κείμενα. Υπεύθυνοι εκδότες όμως, για να προστατευτεί η Νανά, σύμφωνα με τον νόμο είναι οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Αλέξανδρος Αργυρίου, Νίκος Κάσδαγλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τάκης Κουφόπουλος, Ρόδης Ρούφος, Θ. Δ. Φραγκόπουλος.
»Γράφει η Νινέττα Μακρυνικόλα: “Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1970 και γνώρισε τεράστια επιτυχία, αν ληφθούν υπόψη τα δεδομένα της εποχής. Η πρώτη έκδοση, για την οποία τυπώθηκαν 3.000 αντίτυπα, εξαντλείται μέσα σε έναν μήνα. Στον κολοφώνα, βέβαια, αναφέρεται ένα τιράζ μόνο 1.000 αντιτύπων, επειδή υπήρχε ο φόβος της κατάσχεσης. Σε έξι μήνες έχουν εξαντληθεί τέσσερις εκδόσεις, δηλαδή 12.000 αντίτυπα”».
Δικαιοσύνη
Στο «ΒΗΜΑ» της 27ης Φεβρουαρίου 2000, η Νόρα Αναγνωστάκη αφηγείται:
»Μετά την έκδοση των 18 κειμένων, στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Παρόντες σχεδόν όλοι οι συνεργοί. Πλησιάζω τον Σεφέρη και τον φιλώ. Μου φιλάει το χέρι που του χαϊδεύει το μάγουλο. Του λέω: “Ο κόσμος αγκάλιασε την έκδοση αλλά το σινάφι μας χτύπησε αλύπητα». Μου λέει με χιούμορ χαμογελαστός: “Let the enemies entertain us!”.
»Δεν πρόλαβε να χαρεί την πτώση της χούντας. Ο θάνατός του μας κόστισε πολύ. Τον έκλαψα σαν δικό μου άνθρωπο. Βάλαμε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τη φωτογραφία του και όλα του τα βιβλία που τα έφερα από το σπίτι. ;Eμπαινε κόσμος και γύρευε να τα αγοράσει.
»Ο Μανόλης πήγε στην κηδεία του και ήταν αυτός που, όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, φώναζε: “Αθάνατος” και όλοι με ένα στόμα επανέλαβαν: “Αθάνατος”. Η Μαρώ (σ.σ. η σύζυγος του Γιώργου Σεφέρη) έκοψε σύρριζα τη χρυσή κοτσίδα της και την έβαλε στο φέρετρό του. Το φέρετρο το κρατούσαν άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν. Εγινε μεγάλο λαϊκό προσκύνημα.
Δικαιοσύνη».