Το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Βερολίνου ετοιμάζεται να σηκώσει αυλαία για όγδοη χρονιά στις 29 Μαρτίου. Έτοιμη να υποδεχτεί και πάλι από κοντά κινηματογραφιστές, σινεφίλ και αγαπημένους φίλους, η φετινή έκδοση του φεστιβάλ, όπως έχει ανακοινωθεί εδώ και καιρό, τιμά τον ηθοποιό, σεναριογράφο και παραγωγό Βαγγέλη Μουρίκη.
«Απόντες», «Νυχτολούλουδα», «Ο Βασιλιάς», «Αγρύπνια», «Η Ψυχή στο Στόμα», «Ισοβίτες», «Νορβηγία», «Attenberg», «Μαχαιροβγάλτης», «Μικρό Ψάρι», «Digger». Αυτοί είναι μερικοί μόνο τίτλοι από τις συνολικά πάνω από 35 ταινίες της συνεπούς και αθόρυβης κινηματογραφικής πορείας του εμβληματικού πρωταγωνιστή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Ελληνικό φιλμ νουάρ, ταινίες δράσης, πειραματικό σινεμά. Ο Βαγγέλης Μουρίκης έχει στο ενεργητικό του ζηλευτές συνεργασίες με σημαντικούς Έλληνες κινηματογραφιστές που έχουν χαράξει νέους δρόμους, όπως ο Νίκος Γραμματικός, ο Γιάννης Οικονομίδης, ο Γιάννης Βεσλεμές, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, ο Τζώρτζης Γρηγοράκης και πολλοί άλλοι. Ένας κινηματογράφος που διαγράφει εδώ και χρόνια τη δική του πορεία, μακριά από το εύπεπτο και ευπώλητο, βαθιά κοινωνικός και πολιτικός. Ήρωες λαϊκοί, απλοί, λούμπεν, παραβατικοί, από τον κόσμο της νύχτας, άλλοτε σουρεάλ κι άλλοτε ρεαλιστικοί, πάντα με τη δική τους αλήθεια.
Για τον Βαγγέλη Μουρίκη ο κινηματογράφος εξ ορισμού εμπεριέχει το πολιτικό στοιχείο. «Εμείς κάνουμε ταινίες στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου η πολιτική ήταν πάντα ένα από τα βασικά καθημερινά θέματα. Ήταν η κουβέντα στο καφενείο, στα παγκάκια, τους δρόμους. Μιας και πάμε τόσο πίσω στα 30 χρόνια που κάνουμε τέτοιο κινηματογράφο, ο κόσμος τότε ήταν πολύ πολιτικοποιημένος. Πολιτικά στοιχεία υπάρχουν έτσι πάντα με έναν τρόπο άμεσο ή έμμεσο», αναφέρει σε αποκλειστική συνέντευξή του στην DW και την Δήμητρα Κυρανούδη.
Ξαναβλέποντας τον «Βασιλιά» το 2023
Στο αφιέρωμα του Βερολίνου αναμένεται να προβληθεί ξανά και η πολυβραβευμένη ταινία «Ο Βασιλιάς» σε σκηνοθεσία Νίκου Γραμματικού (2002) με πρωταγωνιστή τον Βαγγέλη Μουρίκη. Εκεί υποδύεται έναν νεαρό που μόλις έχει αποφυλακισθεί και αποφασίζει να επιστρέψει στο εγκαταλελειμμένο πατρικό του σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, ερχόμενος αντιμέτωπος με την καχυποψία και τελικά τη βία των ντόπιων.
Μια ταινία για τους «αποδιοπομπαίους τράγους» κάθε εποχής, όπως μας εξηγεί ο Βαγγέλης Μουρίκης, που ενέχει μια θεμελιώδη αντίφαση: γυρίστηκε λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, σε ένα κλίμα γενικής ανάτασης, εστιάζοντας όμως στη σκοτεινή πλευρά της ελληνικής κοινωνίας: στον ρατσισμό και τον φόβο για το διαφορετικό, το ξένο, το ανένταχτο. Όπως παρατηρεί ο Βαγγέλης Μουρίκης: «Έχουμε δει και ξαναδεί την ίδια ‘ταινία’ να επαναλαμβάνεται μέσα στα χρόνια σε διάφορους τομείς ποικιλότροπα κι αυτό είναι εφιαλτικό. Ουσιαστικά δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Κι ένα μικροσυμφέρον είναι συνήθως πάντα αυτό που καθορίζει τις δικές μας τύχες και του κόσμου».
«Ο Βασιλιάς» θέτει τον θεατή αντιμέτωπο και με το ερώτημα: ποιος είναι τελικά ο δράστης και ποιο το θύμα; Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το έγκλημα όταν συμβεί ή να το προλάβουμε; Όπως μας λέει ο Βαγγέλης Μουρίκης, «είναι η πιο πολυπαιγμένη ταινία σε κέντρα κράτησης στην Ελλάδα, με πιο πρόσφατη μια προβολή στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας στην Κέρκυρα». Έχει γραφτεί μέχρι και κοινωνιολογική ανάλυση για το τι σημαίνει η ταινία αυτή για τον κρατούμενο, η οποία αναδημοσιεύθηκε ακόμη και από το επίσημο περιοδικό της αστυνομίας. «Οι κρατούμενοι ταυτίζονται και προβληματίζονται με το θέμα της επανένταξης στην κοινωνία, με το ερώτημα ‘τι θα κάνω μετά’».
Αν ανατρέξει πάντως κανείς συνολικά στις ταινίες και του ρόλους του Μουρίκη διακρίνει αμέσως μια ασκητική προσήλωση σε ένα συγκεκριμένο είδος ηρώων: ανθρώπους αόρατους, κυρίως από το «κοινωνικό περιθώριο», με προσωπικά σκοτάδια αλλά και αναζητήσεις. Ο ίδιος λέει «ναι» σε σενάρια που μιλούν αμέσως στο συναίσθημά του. «Προσπαθώ να καταλάβω τον κόσμο, τις συνθήκες, τον χώρο στον οποίο εξελίσσεται η υπόθεση, ποιοι είναι οι άλλοι άνθρωποι. Δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο. Κάνω απλώς αυτό που λέει το σενάριο», εξηγεί στην DW. Από εκεί και πέρα «ο κόσμος του κάθε ήρωα είναι ο κόσμος της ταινίας. Είναι ένας ιδιαίτερος, δικός του κόσμος. Μπορεί βέβαια τα θέματα να ακουμπούν και τον έξω κόσμο. Προτεραιότητα έχει όμως αυτό που λέμε ο κόσμος του σεναρίου».
Σύγχρονο ελληνικό σινεμά εντός και εκτός ελληνικών συνόρων
Ταινίες σαν τον «Βασιλιά» ανήκουν αναμφίβολα στις σημαντικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής κινηματογραφίας των τελευταίων δεκαετιών. Κι αν το σύγχρονο ελληνικό σινεμά δεν βρίσκει συχνά εντός των ελληνικών συνόρων την αναγνώριση που του αρμόζει -για λόγους συνήθως άσχετους με την ίδια την κινηματογραφική παραγωγή που απαιτεί μεγάλο προσωπικό κόστος- στο εξωτερικό ζει μια νέα παράλληλη, συχνά ένδοξη ζωή.
«Οι ταινίες αυτές έχουν έναν δρόμο αρκετά καλό στο εξωτερικό, πρόκειται για ταινίες που κάνουν παγκόσμιους γύρους. Στο εξωτερικό φαίνεται ότι ήθελαν να δουν αυτόν τον τρόπο της Ελλάδας», παρατηρεί ο Βαγγέλης Μουρίκης. Αυτό συνέβη για παράδειγμα, όπως λέει ο ίδιος, με το «Attenberg» της Τσαγγάρη που βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, το «Μικρό Ψάρι» του Οικονομίδη που μπήκε στο διαγωνιστικό τμήμα της Μπερλινάλε ή το «Digger» του Γρηγοράκη που επίσης έχει βραβευθεί στην Μπερλινάλε λίγο πριν από την πανδημία.
«Πώς το ελληνικό κοινό, ο Έλληνας θεατής κινηματογράφου θα ξαναγυρίσει στην ελληνική ταινία; Αυτό είναι ένα ζητούμενο με πολλές παραμέτρους», σημειώνει ο Βαγγέλης Μουρίκης. Η δομή και η θεματολογία των ταινιών είναι για κάποιους οι δύο βασικοί άξονες της συζήτησης. Από εκεί και πέρα τίθενται βέβαια και σημαντικά ζητήματα διανομής, προβολής από τα ΜΜΕ και βέβαια κρατικής στήριξης.
«Είναι αρκετά δύσκολο να αφοσιωθεί κανείς σε αυτό το είδος. Είναι επιλογή ζωής. Προσωπικά θα την αποτιμούσα θετικά» απαντά σε όσους τον ρωτάνε γιατί επιμένει όλα αυτά τα χρόνια στον τραχύ αυτό δρόμο του ελληνικού κινηματογράφου χωρίς παρεκβάσεις. «Από εκεί και πέρα η προσπάθεια που γίνεται δεν είναι δουλειά ενός ανθρώπου, αλλά έχει να κάνει με όλον τον κόσμο του ελληνικού κινηματογράφου, που κατόρθωσε να δείξει ένα πρόσωπο της Ελλάδας προς τα έξω», αναφέρει ο Βαγγέλης Μουρίκης συμπληρώνοντας: «Υπάρχουν αυτή τη στιγμή νέα παιδιά ικανά, παλαιότεροι που έχουν ωριμάσει. Υπάρχει ζωή μέσα σε όλο αυτό που λέγεται κινηματογράφος.»
Ο κινηματογράφος ως «συγκίνηση της στιγμής»
Όσο για το τι σημαίνει κινηματογράφος μετά από όλη αυτή τη μακρά και συναρπαστική πορεία μπροστά και πίσω από τις κάμερες, τα πράγματα είναι απλά και ξεκάθαρα για τον Βαγγέλη Μουρίκη: «Είναι η συγκίνηση της στιγμής. Αυτό έχω μάθει. Εκεί που το δικό σου ενώνεται με τους υπόλοιπους. Όταν αυτός ο σπινθήρας πάρει φωτιά, έφυγες. Αυτό έχει μια μένα αξία. Αυτές οι στιγμές είναι μοναδικές. Όταν το δικό σου ζητούμενο άμεσα αναγνωρίζεται από τους άλλους και γίνεται ένα μαζί με αυτούς».