Ο πρόεδρος Μακρόν θέλει να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Σε πολλές χώρες, κυρίως στη Γερμανία, οι άνθρωποι κουνούν το κεφάλι όλο απορία, γιατί γι αυτούς το όριο είναι υψηλότερο. «Είναι πάντοτε δύσκολο να συγκρίνουμε τα συνταξιοδοτικά συστήματα, διότι είναι περίπλοκα και πολύ διαφορετικά. Αυτή η σύγκριση είναι απλά στρεβλή», υποστηρίζει ο Ούλριχ Μπέκερ του Ινστιτούτου Max-Planck για το Κοινωνικό Δίκαιο και την Κοινωνική Πολιτική, το οποίο συγκρίνει τα συνταξιοδοτικά συστήματα παγκοσμίως.
Όπως αναφέρει η Deutsche welle, αυτό που προκαλεί τόσες αντιδράσεις στη Γαλλία αφορά στο συντομότερο δυνατό χρονικό σημείο κατά το οποίο οι εργαζόμενοι μπορούν να συνταξιοδοτηθούν χωρίς μειώσεις στη σύνταξη, υπό την προϋπόθεση να έχουν εργαστεί επί 45 χρόνια. Στη Γερμανία αυτό γίνεται όταν ο εργαζόμενος αγγίξει τα 63 έτη. Μια σύνταξη χωρίς περικοπές και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της απασχόλησης, προβλέπεται και στη Γαλλία μόνο στην ηλικία των 67 ετών – κάτι που θα παραμείνει έτσι και με τη μεταρρύθμιση.
Οι Γάλλοι συνταξιούχοι μέχρι στιγμής βρίσκονται σε αρκετά καλή θέση σε σχέση με τη διεθνή κοινότητα εάν ληφθούν υπόψη τρία δεδομένα: το ποσό της σύνταξης, η ηλικία συνταξιοδότησης και η περίοδος συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δηλαδή το προσδόκιμο ζωής κατά την έναρξη της συνταξιοδότησης.
Καλές πιθανότητες διατήρησης του βιοτικού επιπέδου στην τρίτη ηλικία
Η δυνατότητα διατήρησης του βιοτικού επιπέδου κατά τη συνταξιοδότηση εξαρτάται από το λεγόμενο καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης σύνταξης, αυτό δηλαδή που απομένει από το καθαρό εισόδημα που έχει λάβει κάποιος κατά μέσο σε τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Στη Γαλλία, αυτό ήταν ένα εντυπωσιακό 74,4% το 2020, που θα σήμαινε ότι όποιος πήρε από τον εργοδότη κατά μέσο όρο 2.500 ευρώ το μήνα, θα λάβει περίπου 1.860 ευρώ σύνταξη.
Το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων στη Γαλλία είναι κατά 14% υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ενώ στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται στο 52,9%. Το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης σύνταξης στη Γαλλία θα μπορούσε να μειωθεί για πολλούς μελλοντικά διότι εκτός από την ελάχιστη ηλικία, θα πρέπει να αυξηθεί και ο αριθμός των ετών απασχόλησης. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει ιδιαιτέρως αυτούς με χαμηλά εισοδήματα, επειδή, συνήθως, είναι εκείνοι ξεκινούν να εργάζονται νωρίτερα. Από την άλλη, όσοι αρχίζουν να καταβάλλουν συνταξιοδοτικές εισφορές σε ηλικία 25 χρονών λόγω σπουδών, είναι ήδη 67 ετών μετά από 42 χρόνια εργασίας και λαμβάνουν πλήρη σύνταξη.
Ως αντιστάθμισμα, ωστόσο, η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προβλέπει αύξηση της ελάχιστης σύνταξης σε περίπου 1.200 ευρώ για τους άγαμους, η οποία τώρα βρίσκεται στα 961,08 ευρώ, γεγονός που τοποθετεί τη Γαλλία στη μέση της σχετικής συγκριτικής λίστας του ΟΟΣΑ. Παρεμπιπτόντως, η Γερμανία είναι μία από τις λίγες χώρες χωρίς ελάχιστη σύνταξη. Ωστόσο, οι χαμηλοσυνταξιούχοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση για αύξηση.
Σε πολλές χώρες, οι άνθρωποι δέχονται να μειωθεί η συνταξή τους προκειμένου να εγκαταλείψουν τη δουλειά νωρίτερα. Στη Γαλλία, οι άνδρες συνταξιοδοτούνται κατά μέσο όρο στα 60,4 έτη, οι γυναίκες στα 60,9 έτη. Ταυτοχρόνως, το προσδόκιμο ζωής είναι ιδιαίτερα υψηλό στη Γαλλία. Έτσι, εξετάζοντας την περίοδο που οι πρώην εργαζόμενοι μπορούν να απολαύσουν τη σύνταξή τους, μόνο οι Λουξεμβουργιανοί (24 χρόνια) ξεπερνούν τους Γάλλους (23,5 χρόνια). Παρομοίως, μόνο οι Ελληνίδες (28,4 χρόνια) και οι Ισπανίδες (27,7 χρόνια) ξεπερνούν τις Γαλλίδες (27,1 χρόνια).
Συνταξιοδοτικό σύστημα και η γήρανση του πληθυσμού
Αλλά αυτός ακριβώς είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση θεώρησε απαραίτητη την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, λέει ο Μπέκερ: «Η Γαλλία πρέπει να προσαρμόσει αποτελεσματικά το συνταξιοδοτικό σύστημα στη δημογραφική αλλαγή».
Για τα συνταξιοδοτικά ταμεία, αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι οι άνθρωποι γερνούν ολοένα και περισσότερο, διότι η σύνταξη πρέπει να καταβάλλεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δίχως να έχουν αυξηθεί οι εισφορές. Επιπλέον, τα ποσοστά γεννήσεων μειώνονται και, ως εκ τούτου, όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν εισφορές για όλο και περισσότερους συνταξιούχους.
Κανένα συνταξιοδοτικό σύστημα δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα αποκλειστικά με τις εισφορές των ασφαλισμένων. Και δεν είναι μόνο τα μοντέλα συνταξιοδότησης που χρηματοδοτούνται από φόρους, όπως είναι και η πρόθεση. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, στην αναγνώριση συντάξιμου χρόνου υπολογίζονται τα χρόνια σπουδών στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, όπως και η ανατροφή των παιδιών, και το ποσό καταλύπτεται από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό και όχι από συνταξιοδοτικές εισφορές.
Ωστόσο, πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία καταγράφουν επίσης απώλειες που πρέπει να αντισταθμίζονται με χρήματα φορολογουμένων. Και όσο πιο γενναιόδωρες είναι οι συντάξεις, και όσο λιγότερο ευνοϊκά είναι τα δημογραφικά στοιχεία, τόσο μεγαλύτερες τείνουν να είναι αυτές οι επιδοτήσεις.
Στη Γαλλία, οι κρατικές επιδοτήσεις συντάξεων – επί του ΑΕΠ – είναι οι υψηλότερες στον ΟΟΣΑ, μετά την Ιταλία. Η επικεφαλής της κυβέρνησης του Μακρόν, Ελιζαμπέτ Μπορν, δήλωσε πως «με το σχέδιο, εγγυόμαστε την οικονομική εξισορρόπηση των συνταξιοδοτικών ταμείων έως το 2030».
Στη Γαλλία οι κοινωνικές περικοπές προκαλούν αντιδράσεις
«Μια προφανής και ευρέως συζητούμενη λύση είναι συνήθως η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης», εξηγεί ο Μπέκερ. «Έτσι, οι άνθρωποι καταβάλουν περισσότερες εισφορές και λαμβάνουν σύνταξη για μικρότερο χρονικό διάστημα. Η ιδέα είναι να γίνει κάποια «διόρθωση» ανάμεσα στις εισφορές και τη σύνταξη να διορθώνεται». Αυτό ακριβώς έχουν ήδη κάνει ορισμένες χώρες του ΟΟΣΑ, όπως η Ολλανδία, όπου η ηλικία συνταξιοδότησης είναι τα 69 έτη, η Εσθονία και η Ιταλία σχεδιάζουν αύξηση στα 71 έτη.
Και στη Γαλλία; «Ξεφεύγει από την προσοχή το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις αποσκοπούν επίσης στην κατάργηση προνομίων ορισμένων ομάδων, τα οποία σήμερα φαίνονται μάλλον αυθαίρετα», επισημαίνει ο Μπέκρ. «Ο λόγος γι’ αυτό είναι προφανώς ότι η υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων θεωρείται σημαντικότερη από τη δίκαιη κατανομή τους με βάση τη γενιά».