Μετά την παρέλαση

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο.

« (…) Ελλάδα, τότε που σκέφτηκα να σ’ ονομάσω. Αγνώριστη, με πιο πολλά κιλά. Κρατούμενη στο «Μεταγωγών». Στις Σκιρωνίδες πέτρες πετσοκομμένη, ύστερα αναστημένη, ύστερα ανασυστημένη από κοινοπραξίες εργολάβων. Τώρα, δυστύχημα στις σήραγγες με τα αρχαία ονόματα, σφηνωμένη στον ένα και μοναδικό μαγνητικό τομογράφο του Λαϊκού. Ανέκαθεν με τρόμαζε η μαύρη ράχη σου γυρισμένη, με εντολή του ακτινολόγου στην πίσω μεριά του μουσαμά της Σφαγής της Χίου, πριν καταστρέψουν το κορμί σου οι γιατροί. Έχοντας στο παλμαρέ σου, αθλήτρια, τις παλιές επιδόσεις σου, μού φαίνεται φυσικό να σε επικαλούμαι χωρίς να έχω καμιά δουλειά στην εντατική που μας κρατάει όλους μόλις στη ζωή.
Τί ηρεμία τότε και τί καταιγίδα. Κάτω από την πλαστή ηρεμία του πένθους.
Αναλώσιμη είσαι σαν τις νύχτες στην Ακρόπολη, μεγάλες άδειες νύχτες εις πείσμα του Αττικού φωτός, των ραβδώσεων των κυμάτων του Σαρωνικού, των δαφνών στους τάφους και τα ηρώα.
Ονοκρόταλοι Πελεκάνοι. Τσαλαπατημένοι Πρωθυπουργοί.
Ε, και λοιπόν;
Τι με εμποδίζει να στους αναφέρω;
Ύστερα έπεσα να κοιμηθώ
Και τότε έστρεψα το πρόσωπό μου και είπα:
– Δεν με γνωρίζεις πλάσμα διαταρακτικό;
Ο ήλιος με οδήγησε
όχι η αλκή του ζώου
κι είμαι αυτό που κράτησε
τον ίσκιο σου, εκτός
Η επιμονή του επιρρήματος
κι ό,τι έμεινε από το επηρμένο σου
όταν γράφω για σένα
– σειρά υποκειμένου, ρήματος, προσδιορισμού
Η ακολουθία χρόνων
Η consecutio ενός ξεκουτιασμένου
Ο υπήκοός σου είμαι
που περιφέρει την κομμένη κεφαλή
στη Σόλωνος και τη Σκουφά
ακολουθώντας στην περιφορά τους Υπουργούς
Αυτο-κηδεύομαι
Κηδεμονεύομαι
Παρά μικρόν εδέησα αποθανείν
Το απαρέμφατο με το ουσιαστικό
του ονόματός σου, ομιλώ
με μια φωνή βραχνή
σα να αναγγέλλω
λόγια διαφορετικά από αυτά που είπες
απ’ όσα μ’ έμαθαν οι άλλοι να σου πω
Πρόκες στο στόμα
Είσαι η προβολή του Λάζαρου
Ταινία μεταγλωττισμένη των Παθών σου
Παίζεσαι στην οθόνη
φασκιάς κακού μωρού
συναρμοσμένου στήθους με το στόμα
Σε κόγχη ιστορήθηκες
δια χειρός Κόντογλου
στον Άγιο Λουκά επί της Πατησίων
Φρίττω
Όμως και πάλι ξεκουράζομαι
καθώς εξέρχεσαι απ’ τη ζωγραφική
κρατώντας ξύλο με σφηνοειδή αιχμή
και την Αγία Ζώνη
Σπέρνοντας θύελλες
σπάζεις τα τζάμια του ναού
Ξεβράζεσαι ύστερα
στο χείμαρρο που έπνιξε τη Μάντρα
Τα στεγανά, γεμίζει ο καιρός
βυθίζεσαι ενώπιόν μου, περιέργως πώς
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ
Καθαρές θάλασσες
στο μικροσκόπιο Κέντρου Ερευνών
Σημαίες!
(…)
Τόσα πολλά τα επουσιώδη
που είμαστε
Τόσο επίμονα
Διαπιστευμένα από εμάς
Τόσα και τόσα
τα ηττημένα μάλλον
Στα μάτια φαίνεται η ντροπή
Συγκεντρωμένοι Έλληνες
όλοι φλεγόμενοι όλοι στητοί
ως Ηρακλής ροπαλοφόροι
ντυμένοι με χιτώνες
ντυμένοι με τα πλαστικά
Άστεγοι, εκπρόθεσμοι, σμπαραλιασμένοι
Τώρα τις τρύπες από τα Δεκεμβριανά
μάθανε να βουλώνουν
σε προπολεμικά ντουβάρια
με έτοιμη «λάσπη»
Τώρα εξάλειψαν αυτόν που δεν υπάρχει πια
έχοντας τη συναίσθηση
πως ούτε καν υπήρξε
Τώρα, με μια απόξεση συνείδησης
από νοσηλεύτρια Γεωργιανή, επιβιώνουν
Τώρα ζυμώνουν οι ίδιοι το ψωμί
και νιώθουν το χάσμα της Ελλάδας
Είναι εδώ στη θέση μου
επαυξημένοι
Είμαστε όλοι, εδώ
πολλές οργιές, αλλά στην επιφάνεια του Αιγαίου
Στη Λέσβο, κάτω πνιγμένα τα μικρά παιδιά
χωρίς να ανοίγει πάνω
ο ουρανός του Γκρέκο
Προσπάθησα, ξανά κι αποτυγχάνω
Τσιτάτα είναι ο διεθνισμός και ο Μπέκετ
Γράφω και μετρώ, Ελλάδα. Αυτό που δεν μπόρεσα να πω. Το σκουριασμένο συρματόπλεγμα. Το κοτετσόσυρμα για μάντρα. Τσιμεντωμένες ξερολιθιές από Αλβανούς. Βαλίτσες με λεφτά. Τώρα για πρώτη φορά καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι. Τόσο που να μην ξέρω να πω, τι. Γνωρίζω όμως –το έμαθα εδώ– πως δεν είσαι μόνο αυτό που υπό κλίμακα βλέπω στο χάρτη ούτε κι αυτό στην κλίμακα του σώματός μου. Είσαι έξω από εδώ. Έξω από δω εκθέτεις την ιστορία μου και τη χαλάς. Ακάνθινα μνημόνια. Το σχέδιο Μάρσαλ. Οι Έλληνες, σκιές. Προστατευμένοι μάρτυρες ο ένας του άλλου.
Γιατί είναι άφαντη η επιτροπή Κεφαλαιοαγοράς
(…)
Συμπατριώτες μου, τα δέντρα
Αλλάζει η Ελλάδα
και στις μεγάλες πυρκαγιές
–με τη θαμπάδα αρχόντισσας–
στρέφει το βλέμμα της στη μαύρη ράχη
Συμπαραστάτες μου, τα δέντρα
μιας γης ονομασμένης
και χτυπημένης από κεραυνούς
στα χέρια χάρτινων θεών
Ποιός λόγος για τα ξέφωτα και τους βωμούς;
Δέντρα-πυρσοί
Μεταλικές κεραίες του Υμηττού
σύρτε σε σπήλαιο τηλεοπτικό
τις Αντιγόνες μου
– όπου απ’ το τίποτα, τίποτα δεν προκύπτει
Κόρες,
προνομιούχα πλάσματα
μηδενικού βεληνεκούς
εξερχόμενες φραγές που εξοργίζετε
τους στύλους του Ολυμπίου Διός
τουρίστριες στη χώρα τουριστών
Ενώ άνωθεν
σας μέμφεται η Αθηνά
Διαλύεται στη λήθη η θεά
πλάι στα ανάγλυφα
της Παναθήναιας πομπής
Γύψος και ασβέστης
σε γράμματα ελληνικά, ξεθωριασμένα
σε λινκ αλλόγλωσσο
Ράχη που σκύβει
για να περάσει από κάτω, τί;
Τα δέντρα, σύντροφοί μου
Σ’ αυτή τη χώρα ανήκουμε όλοι
και ο καθένας
Οικονομούμε πατριωτισμό
στο στρίφωμά της
Ξοδεύουμε τα νηπενθή
μιας λογοτεχνικής διττογραφίας
στην Τασκένδη
Τριβόμαστε στα πόδια της
ερωτύλοι της κακιάς συμφοράς
Ανθρωπογεωγραφία σκοτεινή
από τη μεριά της Αλεξάνδρας
στο Πεδίο του Άρεως
Στις αποφράδες μέρες της
φεύγουμε απ’ το σπίτι
Ζούμε κι’ όταν οι άλλοι ζουν
όταν στα μητρώα της
–επί ληξιαρχίας Διονυσίου Σολωμού–
ο κατάλογος όσων γεννήθηκαν πολύ νωρίς
θα αναφέρεται σ’ εμάς
τα θύματα μακροζωίας
Ίσως και να ’ναι η μία ζωή τιμωρία
για κάποια άλλη
Όπως του γιου η ζωή
για ’κείνη του πατέρα
Τη χώρα επικαλούνται
λεγεωνάριοι με πολιτικά
οι κάκτοι και τα ναρκωτικά
το πράσινο χαλκού
οι ανδριάντες ήρωες
η ελαφρόπετρα
οι πεθαμένοι
Αλλά προς τι;
Ο Απολλώνιος δεν πρόκειται να αναληφθεί (…) »*

* Αποσπάσματα από το μακρύ ποίημα «Λευκή Ελλάδα», εκδόσεις Περισπωμένη, 2018.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.