Με νίκη της γερμανικής πλευράς στη διαφωνία της ΕΕ μπήκε τέλος στο ζήτημα που προκάλεσε τριβές μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ και αφορά τους κινητήρες εσωτερικής καύσης.
Η ΕΕ ήθελε να βάλει τέλος στην πώληση ΙΧ και ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης, δηλαδή με ντίζελ ή βενζίνη) ως το 2035, αλλά η Γερμανία είχε εκφράσει τις διαφωνίες της, που επεκτάθηκαν και στο εσωτερικό της τρικομματικής κυβέρνησης (SPD, Πράσινοι, FDP).
Ο Γερμανός υπουργός Μεταφορών, Φόλκερ Βίσινγκ, τόνισε ότι με τη συμφωνία δημιουργούνται ευκαιρίες για κλιματικά ουδέτερη και οικονομικά προσιτή κινητικότητα. Πρόσθεσε ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε σαφή βήματα και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα που θα οριστικοποιηθεί ως το 2024.
Η Γερμανία είχε εξαρχής ζητήσει εξαίρεση για τους κινητήρες που θα καίνε συνθετικά καύσιμα (e-fuels) που είναι κλιματικά ουδέτερα και παράγονται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Το ζήτημα είχε προκαλέσει διαφωνίες και στο εσωτερικό της τρικομματικής γερμανικής κυβέρνησης (SPD, Πράσινοι και FDP) υπό τον Όλαφ Σολτς. Οι μεν Πράσινοι τάσσονταν υπέρ της πλήρους απαγόρευσης των αυτοκινήτων με κινητήρες, αλλά το FDP, από όπου προέρχεται και ο Βίσινγκ ζητούσε την εξαίρεση. Υπέρ των κινητήρων είναι και το CDU.
Στην πράξη ήταν και ένα ζήτημα εθνικής τιμής: η Γερμανία δεν ήθελε να εγκαταλείψει τους κινητήρες εσωτερικής καύσης που τελειοποιήθηκαν από τους μηχανικούς της, όπως ο Καρλ Μπεντς.
Το Associated Press σημειώνει ότι κατά τους επικριτές της γερμανικής θέσης, για τους επιβάτες είναι προτιμότερα τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ότι τα συνθετικά καύσιμα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο όπου δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, όπως για παράδειγμα στην πολιτική αεροπορία.
Και η Greenpeace, από την πλευρά της, έκανε λόγο για έναν «τεμπέλικο συμβιβασμό» που υπονομεύει την προστασία του κλίματος.