Ο ξενιτεμένος Αλέξης αναπολεί δίπλα στον κοιμώμενο εραστή του τον πλατωνικό έρωτα της νιότης του, στην Ελλάδα της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας.
Η Φωτεινή, θύμα ενδοοικογενειακής βίας και μέτοχος ενός τοξικού γάμου, υποφέρει από βουλιμική διαταραχή και εξομολογείται στον ψυχοθεραπευτή της τα όνειρα φυγής που της προκαλούν οι ανώνυμες καρτ‒ποστάλ του ταχυδρόμου‒θαυμαστή.
Ο Θανάσης ζει έγκλειστος στο σπίτι του εξαιτίας ενός εργατικού ατυχήματος και τελεί υπό τη φροντίδα της κόρης του, ενώ παράλληλα συνδέεται με τη νεκρή γυναίκα του μέσω της πρόσφατης φιλίας του με μία γειτόνισσα. Η Μαρία, εν μέσω σχολικών εξετάσεων, ανακαλύπτει στο μπαλκόνι της ένα ερωτικό ραβασάκι και αδημονεί να φτάσει η μέρα που θα τους εγκαταλείψει όλους δια παντός.
Η Χαρά, με αφορμή την πρώτη της φωτογραφική έκθεση, δίνει συνέντευξη σε ένα περιοδικό και εκθέτει τις σκέψεις της για την τέχνη, την έμπνευση και τη μνήμη στη σύγχρονη εποχή. Ο Διαμαντής καταγράφει στο ημερολόγιό του τον ανομολόγητο έρωτά του για την κοπέλα που ζει στο δώμα της απέναντι πολυκατοικίας, ενώ λίγο πριν αυτοκτονήσει προσθέτει μια συλλαβή σε ένα παλιό σύνθημα γραμμένο στον τοίχο. Η Ζηνοβία ‒ο από μηχανής θεός που επιτηρεί από το μπαλκόνι της τις ζωές των γειτόνων‒ κληροδοτεί την περιουσία της στη νοσοκόμα που της στάθηκε σαν την κόρη που δεν έκανε ποτέ.
Επτά γείτονες, ένα graffiti και ένας τυπικός δρόμος μιας άγνωστης –αλλά οικείας– ελληνικής πόλης συνθέτουν το σκηνικό ενός μυθιστορήματος που θρυμματίζεται σε συγκοινωνούσες πνοές καθημερινών ανθρώπων, σε ψηφίδες πλάνης που μετεωρίζονται στο κενό μεταξύ ατομικής και συλλογικής μνήμης.