Οι πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών διδάσκονται ότι στην Οικονομία, όπως και σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες, δεν υφίστανται αξιώματα ,ούτε δόγματα. Η Οικονομία δεν είναι Φυσική ,ούτε Χημεία. Και αυτό γιατί απλούστατα δεν μπορούν να διαμορφωθούν συνθήκες πειραματικού σωλήνα , οι οποίες θα επέτρεπαν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και την επικράτηση συγκεκριμένων αρχών και κανόνων. Αντιθέτως είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες και εξελισσόμενες με διαφορετικό τρόπο από τόπο σε τόπο. Γι’ αυτό και η Οικονομία αναπαρίσταται – αν μπορεί να αναπαρασταθεί – με μια εξίσωση πολλών , για να μην πούμε άπειρων ,μη προσδιοριζόμενων και επηρεαζόμενων από πλήθος παραγόντων μεταβλητών.
Ετσι και οι προγνώσεις είναι συνήθως επισφαλείς και ενσωματώνουν αβεβαιότητες και ανασφάλειες μεγάλες. Κοινώς δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Αν λοιπόν ζητήσετε από κάποιον επιφανή οικονομολόγο να σας κάνει μια πρόβλεψη για το μέλλον μιας οικονομίας ή ακόμη και μιας επιχείρησης θα σας απαντήσει »εξαρτάται» και θα σας αραδιάσει πλήθος παραγόντων, προυποθέσεων και υποθέσεων για να γύρει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Αλλά και πάλι δεν πρόκειται να σας δώσει ασφαλή απάντηση στα ερωτήματά σας, παρά θα σας αφήσει εσείς να αξιολογήσετε το περιβάλλον και τις συνθήκες και να αναλάβετε το ρίσκο της μιας ή της άλλης επιλογής.
Επίσης πάλι οι πρωτοετείς φοιτητές μαθαίνουν ότι ένας ελεγχόμενος πληθωρισμός της τάξης του 3-4%, όπως και ένα μικρό ποσοστό ανεργίας περίπου στην ίδια ζώνη, δεν συνιστούν απειλή για μια οικονομία ,παρά μπορούν να λειτουργήσουν ως κίνητρο ανάπτυξης ή ακόμη να δηλώσουν την υγεία μιας εξόχως κινητικής αγοράς εργασίας, που επιτρέπει στους εργαζόμενους να αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες εξέλιξης και αύξησης των αμοιβών τους. Οπως και δεν συνιστούν απειλή τα ελεγχόμενα δημόσια ελλείματα και τα αναλαμβανόμενα δημόσια χρέη, ειδικά όταν στοχεύουν στην αύξηση των επενδύσεων και στη βελτίωση των υποδομών γιατί απλούστατα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας.
Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ωστόσο με την επικράτηση των απόψεων της σχολής του Σικάγου, του μονεταρισμού συγκεκριμένα που αντιμετωπίζει τον πληθωρισμό ως αμιγώς νομισματικό φαινόμενο και αυτομάτως επηρεαζόμενο από την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί σε μια οικονομία ,αναπτύχθηκαν δόγματα και όρια ,τα οποία υιοθετήθηκαν από τις κεντρικές Τράπεζες σχεδόν παντού στον κόσμο. Για παράδειγμα ο νομισματικός στόχος για πληθωρισμό 2% υιοθετήθηκε τόσο από Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων των ΗΠΑ ,όσο και από την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα. Αντιμετωπίζεται συγκεκριμένα το παραπάνω ποσοστό ως βάση της σταθερότητας των τιμών ,ορίζοντας την πολιτική των επιτοκίων διεθνώς. Σε περιόδους μάλιστα έξαρσης των πληθωριστικών πιέσεων ,όπως συμβαίνει στην τρέχουσα περίοδο, το συγκεκριμένο όριο επέβαλε απανωτές και αλόγιστες αυξήσεις επιτοκίων , οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν τη διαχεόμενη σε όλο τον πλανήτη νέα τραπεζική κρίση.
Σε ανύποπτο χρόνο , σε μια θεωρητικού περιεχομένου συνομιλία, ρωτήσαμε έναν επιφανή οικονομολόγο και τραπεζίτη πως ορίστηκε το 2% ως μέτρο και εγγύηση της σταθερότητας των τιμών, γιατί δηλαδή να είναι 2% και όχι 2,5% ή 3%; Εν πολλοίς μας απάντησε ότι είναι αυθαίρετο και τέλος πάντων δεν είχε την εξήγηση γιατί ειδικά στις ΗΠΑ, όπου η ομοσπονδιακή κεντρική Τράπεζα είναι πιο ευέλικτη και επιλέγει τη νομισματική της πολιτική λαμβάνοντας υπόψιν τόσο τον στόχο της σταθερότητας των τιμών όσο και εκείνον της πλήρους απασχόλησης, κινείται τόσο επιθετικά. Παραμένει μάλιστα δυσεξήγητη η ταχεία αύξηση των επιτοκίων γιατί η ανεργία έχει υποχωρήσει στο 3,7% , θεωρείται ανεργία τριβής και ο στόχος της πλήρους απασχόλησης μπορεί να πει κάποιος ότι έχει επιτευχθεί.
Στην Ευρώπη ίσως είναι πιο σκληρά ιδεολογικά τα πράγματα και εξηγούνται από τις πληθωριστικές εμπειρίες των γερμανών στα χρόνια του μεσοπολέμου, που οδήγησαν και στον ζουρλομανδύα του συμφώνου σταθερότητας , ο οποίος απεβλήθη αναγκαστικά στις προηγηθείες υγειονομικές και ενεργειακές κρίσεις. Αλλά και πάλι δεν ταιριάζουν δογματικού ή συναισθηματικού τύπου προσεγγίσεις στην Οικονομία και ειδικότερα στην Ευρώπη. Τίποτε δεν είναι αδιάφορο στην Οικονομία. Ολες οι επιλογές έχουν συνέπειες και εντέλει οι συστημικές συνέπειες μπορεί να αποδειχθούν ισχυρότερες του όποιου στόχου και έτσι έναντι της επιδιωκόμενης σταθερότητας των τιμών να χαθεί εν τω συνόλω της η σταθερότητα , κοινωνική , πολιτική και οικονομική.