Καθώς την περίμενα έξω από το σταθμό του τρένου, προσπαθούσα μάταια να θυμηθώ την πρώτη – μία και μοναδική – φορά που τη συνάντησα πριν από κάποια χρόνια. Τότε δεν γνώριζα πως μέσα της έκρυβε μια ταλαντούχα νέα ποιήτρια. Ήξερα μόνο πως αγαπούσε πολύ το θέατρο και τις τέχνες γενικότερα.
Βυθισμένη στην προσπάθεια να θυμηθώ, την άκουσα να λέει το όνομά μου και, αφού κοιταχτήκαμε, η Φιλία με αγκάλιασε σφιχτά σαν να μου λέει «δεν πειράζει που καμιά μας δεν θυμάται πού και πότε γνωριστήκαμε πρώτη φορά, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω και είσαι καλά».
Η συνέντευξη ξεκίνησε χωρίς να το καταλάβω, χρειάστηκε να της ζητήσω να κάνει μια μικρή παύση προκειμένου να πατήσω το REC, ακριβώς τη στιγμή που μου έλεγε για το πόσο αβίαστα της έβγαινε η συγγραφή ήδη από μικρή ηλικία.
Η Φιλία Κανελλοπούλου είναι στ’ αλήθεια ποταμός. Κι όμως, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, για πολύ καιρό ντρεπόταν πολύ να εκθέσει αυτά που έγραφε.
Που αποδίδεις αυτή σου την συστολή να μοιραστείς τα γραπτά σου αρχικά;
«Ίσως είχε να κάνει με το γεγονός ότι τα γραπτά μου προκύπτουν από προσωπικά βιώματα, καθώς και από δικές μου σκέψεις για τη ζωή και τον κόσμο. Ίσως επειδή, μοιράζοντάς τα, νιώθω εκτεθειμένη – κάτι που δεν μου συνέβαινε ποτέ στο θέατρο, πάνω στη σκηνή. Πάντοτε σκεφτόμουν πως όταν έχεις να υποδυθείς έναν ρόλο, υπηρετείς το έργο κάποιου άλλου. Με τη συγγραφή όμως, επειδή είναι έργα δικά μου, συν ότι γράφω και βιωματικά, είχα μεγαλύτερη ανασφάλεια ότι θα κριθώ.»
Και πώς αποφάσισες τελικά να εκδόσεις την πρώτη σου συλλογή «Τα Μέσα μου»;
«Έγραφα ήδη αρκετά, πολύ πριν την έκδοσή της. Τα ποιήματα της πρώτης συλλογής “Τα Μέσα μου” γράφτηκαν κατά την περίοδο 2016-2018. Είχα βιώσει την απώλεια ενός φίλου και έτσι προέκυψαν αυτά. Βέβαια, δεν αφορούσαν μόνο σε αυτό το πολύ αγαπημένο για ’μένα και την κοινή μας παρέα πρόσωπο. Αφορούσαν και σε άλλες σχέσεις. Τα ποιήματα εκείνα είχαν να κάνουν με το πένθος και το πώς σχετιζόμαστε οι άνθρωποι με τον θάνατο όσο είμαστε εν ζωή. Ξεκίνησα κάποια στιγμή, δειλά-δειλά, να στέλνω κάποια από αυτά προς δημοσίευση σε κάποιες ιστοσελίδες. Έπειτα, άρχισα να τα στέλνω με το δικό μου όνομα. Εντωμεταξύ, ο πατέρας μου, που ήξερε ότι γράφω από μικρή και που πάντα πίστευε πολύ στη συγγραφική μου ικανότητα, με παρακαλούσε να του δείξω ποιήματά μου. Εγώ του έλεγα “Θα τα δεις, θα τα δεις”… Κάποια στιγμή αποφάσισα να του τα δείξω και το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν ότι πρέπει να εκδοθούν σίγουρα. Συγκεκριμένα μου είπε “Έχεις αργήσει”(γέλια). Μάλιστα, είναι κάτι που μου λέει ακόμα. Όταν για παράδειγμα ήξερε ότι έχω έτοιμο υλικό και για δεύτερο βιβλίο, μου έλεγε πάλι “Έχεις αργήσει”. Κάπως έτσι ξεκίνησα, αλλά ήθελα να το κάνω με τον τρόπο μου. Είχα αυτή την αντιμετώπιση.»
Σε αυτή τη δεύτερη ποιητική σου συλλογή με τίτλο «Εκδοχές της Ζωής», πέρα από το κομμάτι του έρωτα το οποίο είναι πολύ καθαρό, έχω την εντύπωση ότι σε απασχολεί αρκετά και το γυναικείο ζήτημα.
«Πάρα πολύ. Σε αντίθεση με το πρώτο βιβλίο, στο δεύτερο όλα έχουν να κάνουν με τον έρωτα και το γυναικείο ζήτημα. Στα χρόνια που μεσολάβησαν διάβασα αρκετά γι’ αυτό. Αντλώ πολύ από τον έρωτα, σαφώς. Αλλά και η γυναίκα είναι βασικό θέμα στις “Εκδοχές της Ζωής”. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα ποιήματα αυτά καθαυτά, αλλά όλη την έκδοση. Για παράδειγμα, επέλεξα και πάλι να συνεργαστώ με μια γυναίκα εικαστικό για τα σχέδια, τη Σοφία Τσιριγώτη. Επιλέγω συνήθως γυναίκες συνεργάτιδες και είναι στοχευμένο αυτό, δεν προκύπτει. Το ίδιο είχα κάνει και στο πρώτο βιβλίο, για το εικαστικό κομμάτι του οποίου είχα συνεργαστεί με τη Σίλβια Τσοπανάκη. Για αιώνες, πολλά έργα γυναικών έμειναν στην αφάνεια ή και αποδόθηκαν σε άντρες. Όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στην επιστήμη. Ήμασταν κρυμμένες και είναι η ώρα να μην είμαστε πια. Γι’ αυτό και θέλω να με βοηθούν και να βοηθώ γυναίκες.»
Ο έρωτας είναι σημαντικός στη ζωή σου; Όσο σημαντικός φαίνεται να είναι μέσα από την ποίησή σου;
«Είναι πάρα πολύ. Βασικά, δεν μπορώ να υπάρξω αν δεν είμαι ερωτευμένη. Οπότε, στις φορές που η ζωή μου το πήρε αυτό για κάποιους λόγους, πένθησα πολύ. Η έμπνευση, όπως είπα, του πρώτου βιβλίου ήταν φίλος ο οποίος έφυγε και με τον οποίο εγώ ήμουν ερωτευμένη. Και σε αυτή τη δεύτερη συλλογή, οι εκδοχές της ζωής είναι η δική μου και η δική του – του απέναντι υποκειμένου. Ο έρωτας αποτελεί έμπνευση, αλλά στη ζωή μου δεν έχει να κάνει μόνο με το υποκείμενο. Έχει τύχει να μην είμαι ερωτευμένη και να είμαι εξαιρετικά παραγωγική γιατί είμαι, για παράδειγμα, κοντά σε φιλικά μου άτομα και νιώθω αυτή την έλξη που δεν είναι πάντοτε ερωτική. Προσωπικά, θεωρώ πολύ σημαντικό να υπάρχει αυτή η έλξη σε όλες τις σχέσεις. Δεν μπορώ να κάνω ούτε φίλους αν δεν νιώθω μια έλξη. Μου συμβαίνει επίσης με τη φύση. Όταν είμαι στη φύση νιώθω σαν να είμαι ερωτευμένη.»
Υπάρχει έμπνευση κρυμμένη στις μεγαλουπόλεις;
«Για μένα κάθε τόπος είναι ζωντανός. Ακόμα και τα κτίρια, οι πόλεις, τα χωριά, όλα κρύβουν αμέτρητες ανθρώπινες ιστορίες και πάντα, από παιδί, αυτές είναι που με γοήτευαν. Όταν ήμουν μικρή και περνούσαμε με τους γονείς μου με το αυτοκίνητο από την λεωφόρο Βουλιαγμένης, για παράδειγμα, κοιτώντας φευγαλέα τα φώτα από τα παράθυρα των σπιτιών ή εκείνα από τις μεγάλες τζαμαρίες των εταιριών, πάντοτε αναρωτιόμουν “ποιοι να μένουν εδώ, τι να κάνουν τώρα, δουλεύουν το πρωί, αυτά τα φώτα μένουν ανοιχτά όλη νύχτα;”. Κι έπειτα έφτιαχνα σενάρια με το μυαλό μου. Από πολύ μικρή έφτιαχνα σενάρια, ζω με τα σενάρια (γέλια). Όλα για μένα είναι ένα σενάριο, η ίδια η ζωή, μπαίνω σαν ηρωίδα μες στη ζωή μου και τη ζω σαν να ‘ναι ένα σενάριο. Και γράφω κι όντως σενάρια πια.»
Ο πεζός λόγος σε γοητεύει όσο ο ποιητικός; Βρίσκεις σε κάποιον από τους δυο μεγαλύτερη ελευθερία;
«Μου αρέσει η συγγραφή σε κάθε της μορφή. Δεν έχω γράψει διήγημα ποτέ. Το φοβάμαι. Μεγαλύτερη ελευθερία νιώθω στην ποίηση, αλλά το βιωματικό κομμάτι έρχεται σε όλα. Και στα σενάρια που γράφω.»
Είναι ποιητική πόλη η Αθήνα;
«Πάρα πολύ πιστεύω. Αν και με έχει κουράσει πια με τους ρυθμούς της και το τρέξιμο, την αναζήτηση εργασίας, την κίνηση, τα σκουπίδια, όλα αυτά, έχει και μια πολύ όμορφη πλευρά. Πριν την πανδημία, ήταν σίγουρα και ποιητική και ερωτική πόλη. Τώρα έχει αλλάξει λίγο αυτό. Αλλά ακόμα δίνει έμπνευση. Αντλώ πάρα πολύ από την Αθήνα και αντλώ διαφορετικά από κάθε περιοχή. Είναι άλλο το κέντρο της Αθήνας, άλλο το Μαρούσι, άλλο ο Αγ. Δημήτριος και άλλο το Αιγάλεω. Έτσι, η κάθε περιοχή κι εμένα με εμπνέει εντελώς διαφορετικά. Μου δίνει άλλα εργαλεία. Είναι φοβερή η Αθήνα, είναι άλλη τη νύχτα, άλλη τη μέρα, άλλη σε κάθε περιοχή.»
Mέρα ή νύχτα;
«Θα το πω, δεν θα ντραπώ: παρά το γεγονός πως τελευταία τα πρωινά διδάσκω θέατρο σε παιδιά, είμαι νυχτοπούλι. Τη νύχτα διαβάζω, γράφω, εμπνέομαι πάρα πολύ. Όλα μου τα σενάρια τα έχω γράψει δουλεύοντας τη νύχτα. Στη νύχτα ακούς και βλέπεις πολλά. Κι επίσης, είμαι και λαϊκό παιδί. Μου αρέσει το λαϊκό cult και για σκοπούς συγγραφής και έμπνευσης με βρίσκω πολύ στα λαϊκά στέκια. Βέβαια, παρατηρώ πάντα με μια απόσταση, δεν ξέρω τι σημαίνει να είναι κανείς μέρος αυτής της πραγματικότητας. Διάβαζα πρόσφατα και για τον Κωστή Παπαγιώργη που του άρεσε να επισκέπτεται συχνά τέτοια στέκια. Δεν είναι τυχαίο που έχει γράψει τόσα πράγματα αυτός ο άνθρωπος. Αυτή η ζύμωση χρειάζεται. Δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης μόνο από το σαλόνι σου.»
Οι επιρροές σου οι μεγαλύτερες ποιες είναι;
«Οι μεγαλύτερες επιρροές μου έρχονται από την οικογένεια. Μας θρέφανε πολύ κι εμένα και την αδερφή μου στο να διαβάζουμε. Έχω αναφορές από πάρα πολύ μικρή. Παραμύθια, Άλκη Ζέη, κλασικοί, Ιούλιος Βερν, Πηνελόπη Δέλτα. Στην πορεία, ψάχνοντάς το, απέκτησα και πιο προσωπικές επιρροές, για παράδειγμα από τη θεατρική συγγραφή. Η Σάρα Κέιν μου αρέσει πολύ, ο Γιάννης Βαρβέρης, η Φίλις Νάγκι, η Σύλβια Πλαθ, ο Μπουκόφσκι, η Τζόυς Μανσούρ, ο Καρυωτάκης και η Πολυδούρη, η Βιρτζίνια Γούλφ, ο Μπέκετ, η Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ – η οποία γράφει τα πάντα σενάριο, ποίηση θέατρο, είναι ηθοποιός, παραγωγός. Θα έλεγα ότι κι εμένα η προσωπική μου “ταμπέλα”, ο προσωπικός χαρακτηρισμός είναι κάπως πιο πολύπλευρος.»
Στην ποίηση σου αναφέρεσαι στη δεισιδαιμονία, η οποία στο συλλογικό ασυνείδητο έχει κυρίως αρνητική χροιά. Όμως ο Γκαίτε γράφει πως «Η δεισιδαιμονία είναι η ποίηση της ζωής, γι’ αυτό και δεν βλάπτει τον ποιητή να είναι δεισιδαίμων». Συμφωνείς;
«Συμφωνώ πάρα πολύ διότι είναι μες στη ζωή και ο θάνατος και το κακό και η ατυχία. Επιρροή μου ως προς αυτό είναι και ο μαγικός ρεαλισμός γενικά και ειδικότερα ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Με τρομάζει κάπως το μεταφυσικό του πράγματος και προσπαθώ πάντα να εκλογικεύω. Όμως, για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, η δεισιδαιμονία είναι κομμάτι της κουλτούρας και της ταυτότητάς του. Συγγραφικά πρέπει να είσαι ανοιχτός/η κάθε στιγμή, δεν μπορεί να είναι τα πάντα καταγγελία, χρειάζεται να εμπλακείς, να προσπαθήσεις να καταλάβεις από πού πηγάζει η δεισιδαιμονία ή η πίστη ή κάποια πιστεύω ορισμένων ανθρώπων.»
Πιστεύεις στους ανθρώπους;
«Είμαι φύση αισιόδοξη και πιστεύω πολύ στον άνθρωπο. Με εμπνέουν οι άνθρωποι. Στην ποίησή μου, υπάρχουν ιστορίες που δεν είναι αμιγώς δικές μου, τις έχω «δανειστεί» από άλλους ανθρώπους. Αυτό το μοίρασμα μεταξύ των ανθρώπων, το να εμπνέει ο ένας τον άλλον, είναι φοβερό. Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να καταφέρει μόνος/η του/ης. Χρειαζόμαστε τη συλλογικότητα, την ομαδικότητα, την αλληλεγγύη. Και σε δύσκολες περιόδους αυτό συμβαίνει, σχεδόν από μόνο του.»
Έχεις έναν τρόπο να παίρνεις κάτι το κοινό, το πεζό, το αδιάφορο και να το κάνεις ποίηση…
«Είναι κάτι που μου αρέσει πολύ να κάνω γιατί πιστεύω ότι οι ιστορίες κρύβονται στα πράγματα που δεν λέγονται και που δεν φαίνονται. Αυτές τις ιστορίες μου αρέσει να βρίσκω και να τις καταγράφω. Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ. Θα δώσω ένα παράδειγμα. Έμενα κάποτε στη Θεσσαλονίκη, στον έβδομο όροφο μιας πολυκατοικίας, και για κάποιο λόγο άκουγα όλα τα διαμερίσματα. Οι αποκάτω κάθε μέρα βρίζονταν. Ουρλιάζανε, φωνάζανε. Ηρεμία ποτέ. Κι ένα βράδυ μόνο τους άκουσα να κάνουν έρωτα. Αυτή η μικρή ιστορία έγινε ένα χαϊκού και βρίσκεται στις “Εκδοχές της Ζωής”.»
Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Φιλίας Κανελλοπούλου «Εκδοχές της Ζωής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οροπέδιο.