Καθώς συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την αμερικανική εισβολή που ανέτρεψε τον δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, το Ιράκ πλέον είναι ένα πολύ διαφορετικό μέρος. Μετά τη σύλληψη, τη καταδίκη και τον απαγχονισμό του Σαντάμ, η ιρακινή κοινωνία είναι πιο ελεύθερη από ό,τι ήταν υπό το καθεστώς του και, ακόμη, μια από τις πιο ανοιχτές χώρες στη Μέση Ανατολή, με πολλά πολιτικά κόμματα και έναν σχετικά ελεύθερο Τύπο. Όμως, τα φαντάσματα της εισβολής συνεχίζουν να στοιχειώνουν την κοινωνία: η χώρα παραμένει βαθιά πληγωμένη από τις συγκρούσεις, αμαυρωμένη από οικονομική καταστροφή και πολιτικές αναταραχές ενώ στέκεται ιδιαίτερα ευάλωτη στις ιρανικές και αμερικανικές επιρροές. Στο μεταξύ, οι νεκροί και οι ακρωτηριασμένοι συνεχίζουν να θυμίζουν τον πόλεμο, ακόμα και σε εκείνους που θέλουν να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν.
Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ ως μέρος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που ανακοίνωσε ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Συγκεκριμένα, οι αεροπορικές επιχειρήσεις είχαν ξεκινήσει από το βράδυ της 19ης Μαρτίου του 2003, όπως είχε ανακοινώσει ο πρόεδρος Μπους σε τηλεοπτική ομιλία: «Αυτή την ώρα, αμερικανικές και συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονται στα πρώτα στάδια των στρατιωτικών επιχειρήσεων για να αφοπλίσουν το Ιράκ, να απελευθερώσουν τον λαό του και να υπερασπιστούν τον κόσμο από σοβαρό κίνδυνο».
Ο Μπους και μέλη της κυβέρνησής του ισχυρίστηκαν ότι ο Χουσεΐν κατασκεύαζε και απέκρυψε όπλα μαζικής καταστροφής, αν και δεν βρέθηκαν ποτέ στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτές τις κατηγορίες. Ορισμένοι αμερικανοί αξιωματούχοι υποστήριζαν επίσης ότι ο Χουσεΐν είχε δεσμούς με την Αλ Κάιντα, μια κατηγορία που αργότερα οι υπηρεσίες πληροφοριών απέρριψαν.
Τι έγινε μετά τον πόλεμο – Το Ισλαμικό Κράτος
Η μετάβαση από την κυριαρχία των ΗΠΑ στην ιρακινή κυριαρχία στα μέσα της δεκαετίας του 2000 σημαδεύτηκε από τη δολοφονία δεκάδων χιλιάδων Ιρακινών, την έναρξη μιας ένοπλης εξέγερσης υπό την ηγεσία της Αλ Κάιντα, το ξέσπασμα ενός θρησκευτικού εμφυλίου πολέμου και τελικά την άνοδο του ISIL (ISIS).
Στον απόηχο της πτώσης του Σαντάμ, ο οποίος κατηγορούταν μεταξύ άλλων για θρησκευτική καταπίεση εναντίον των σιιτών και των κουρδικών ομάδων του Ιράκ, η αρμόδια υπηρεσία που επέβαλαν οι ΗΠΑ για τη διοίκηση της χώρας, ασχολήθηκε με τη δημιουργία μιας ισορροπίας μεταξύ των σεχτών.
Σύμφωνα με το σύστημα διακυβέρνησης που εγκρίθηκε μετά την εισαγωγή του νέου συντάγματος το 2005, ο πρωθυπουργός ήταν σιίτης, ο πρόεδρος του κοινοβουλίου σουνίτης, ενώ τον, σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικό, ρόλο του προέδρου κατείχε Κούρδος.
Το σύστημα ωστόσο εμβάθυνε τις σεχταριστικές διαιρέσεις, οι οποίες συνεχίζουν να αντηχούν στο Ιράκ αλλά και γενικά στην περιοχή μέχρι σήμερα.
Ως αποτέλεσμα, το ISIL (Ισλαμικό Κράτος) ενίσχυσε τον έλεγχο του καθώς η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων το 2011 άφησε -άλλο ένα- κενό ασφαλείας στην περιοχή. Τελικά κήρυξε το λεγόμενο «χαλιφάτο» σε μεγάλες περιοχές της χώρας το 2014, προτού ηττηθεί το 2017 μετά από μια εξαντλητική στρατιωτική εκστρατεία, στην οποία συμμετείχαν και πάλι οι ΗΠΑ.
Τα αμερικανικά στρατεύματά επέστρεψαν το 2014, αυτή τη φορά μετά από αίτημα της ιρακινής κυβέρνησης, και έπαιξαν ζωτικό ρόλο στον αγώνα για την ήττα του Ισλαμικού Κράτους. Περίπου 2.500 στρατιώτες των ΗΠΑ παραμένουν στη χώρα.
Το Ιράκ σήμερα
«Ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν ο Χίτλερ της εποχής μας», έχει δηλώσει ο Μπαρχάμ Σαλίχ, πρόεδρος του Ιράκ από το 2018 έως το 2022 και μακροχρόνιο μέλος της ιρακινής αντιπολίτευσης που, όπως πολλοί άλλοι, έχει βιώσει τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις του δικτάτορα.
«Μόλις έφυγε, ξαφνικά είχαμε εκλογές», πρόσθεσε ο Σαλίχ. «Είχαμε δημοκρατία, πλήθος Τύπου, πράγματα δεν υπήρχαν εδώ και πολύ καιρό σε ένα μέρος όπως το Ιράκ… Υπήρξαν πολλές θετικές εξελίξεις».
Ωστόσο, το Ιράκ παραμένει ανεξίτηλα πληγωμένο από τη σχεδόν συνεχή αναταραχή που προκάλεσε η εισβολή, η οποία συνεχίστηκε ακόμη και μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ το 2011. Ο πόλεμος έδωσε τη θέση του σε πολιτικές διαμάχες και η χώρα δεν σταθεροποιήθηκε ποτέ πλήρως. Δύο μεγάλες πόλεις, η Μοσούλη και η Φαλούτζα, έχουν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι ζημιές παραμένουν ορατές σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη σε όλο το κεντρικό και βόρειο Ιράκ.
«Είναι δύσκολο να βρεις κάποιον σε αυτή τη χώρα που να μην έχει χάσει κάποιον» αναφέρουν οι New York Times.
Στο μεταξύ, περίπου ο μισός πληθυσμός των σχεδόν 45 εκατομμυρίων που κατοικούν στη χώρα έχει γεννηθεί μετά το 2000 και δεν έχει βιώσει τη βαρβαρότητα της δικτατορίας του Σαντάμ Χουσεΐν.
Ως αποτέλεσμα, οι αντιλήψεις των νέων Ιρακινών έχουν διαμορφωθεί από τον πόλεμο, τη βία που τον ακολούθησε και ταυτόχρονα, από την απογοήτευση για τη χώρα τους, που εξακολουθεί να απέχει από μια πλήρως λειτουργική και δημοκρατική κοινωνία.
Τον Οκτώβριο του 2019, το μεγαλύτερο κίνημα διαμαρτυρίας στο Ιράκ μετά το 2003 ανέτρεψε την κυβέρνηση και ανάγκασε το κοινοβούλιο να υιοθετήσει έναν νέο εκλογικό νόμο. Οι δυνάμεις ασφαλείας και οι παραστρατιωτικές ομάδες σκότωσαν περισσότερους από 600 διαδηλωτές κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και από τότε συνεχίζουν να στοχοποιούν ακτιβιστές.
Σήμερα, η κυβέρνηση έχει σχηματιστεί από έναν συνασπισμό που συγκέντρωσε λιγότερο από το 15% των ψήφων του εκλογικού σώματος.
Πέρα από αυτό, περισσότεροι από ένας στους τρεις νέους είναι άνεργοι, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, ενώ περίπου το ένα τέταρτο των Ιρακινών ζει στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό, σύμφωνα με το Υπουργείο Σχεδιασμού του Ιράκ.
Τα γεγονότα αυτά, καταδεικνύουν πως παρά τα βήματα που έχει κάνει, το Ιράκ παραμένει εγγενώς ασταθές, δύο δεκαετίες μετά την εισβολή που επρόκειτο να εισαγάγει μια νέα εποχή.