«H σύμβαση 717 πρέπει να υλοποιηθεί το γρηγορότερο δυνατόν. Είναι ανάγκη το θέμα της ασφάλειας να μπει ως προτεραιότητα σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, πόσο μάλλον στις μεταφορές όπου μεταφέρονται ανθρώπινες ψυχές, έτσι ώστε να μην ξανασυμβεί ποτέ μα ποτέ ένα τέτοιο κακό» τόνισε ο πρώην υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, κατά την δευτερολογία του στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.
Σχετικά με τους χαρακτηρισμούς ότι η σύμβαση 717 ήταν κακή, απάντησε ότι ελέγχθηκε από την Οικονομική Εισαγγελία και υιοθετήθηκε το 2021. Ελέγχθηκε από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου το 2018, για την περίοδο 17-18, δηλαδή 4 χρόνια μετά την υπογραφή της, δύο χρόνια μετά τη λήξη της.
«Η έκθεση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας αφορούσε τις καθυστερήσεις της υλοποίησής της. Οι λόγοι της καθυστέρησης αναφέρονται πολύ ενδεικτικά στα πορίσματα των ελεγκτικών αρχών.
Σε ό,τι αφορά την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου, υπήρξαν δύο ευρήματα. Το ένα ήταν η μη εκπλήρωση του συμβατικού όρου σχετικά με την παροχή τεχνογνωσίας ειδικού έργου. Υποβάλλονται μελέτες από τον ανάδοχο, οι οποίες δεν φέρουν τη σφραγίδα και υπογραφή του παρόχου δάνειας εμπειρίας της Alstom Ferroviaria, δηλαδή, της Ιταλικής Alstom. Δηλαδή, ο ανάδοχος έφερε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως προβλέπεται από το νόμο και παρείχε δάνεια εμπειρία ένας τρίτος.
Η σύμβαση λοιπόν, υποχρέωνε τον ανάδοχο να καταθέσει μελέτες με σφραγίδα του δανειοπαρόχου εμπειρίας. Πολύ απλά πράγματα και ήταν πολύ καθαρή η διατύπωση της σύμβασης, των τευχών δημοπράτησης και της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων. Ο ανάδοχος είχε υποχρέωση να καταθέσει αυτές τις συμβάσεις και ήταν υποχρέωση της επιβλέπουσας Υπηρεσίας, να εφαρμόσει σε βάρος του αναδόχου τις ποινικές ρήτρες που προβλέπονταν από την ειδική συγγραφή υποχρεώσεων και τα τεύχη δημοπράτησης, έτσι ώστε να υποστεί τις κυρώσεις ο ανάδοχος, σε περίπτωση που ηρνείτο να καταθέσει πιστοποιημένες μελέτες για το αντικείμενο της σύμβασης. Η σφραγίδα αυτή μπήκε τον Μάιο του 2019, ενώ έπρεπε να μπει τους πρώτους μήνες του 2015.
Το δεύτερο εύρημα ήταν ο ανεπαρκής ορισμός του αντικειμένου της σύμβασης κατά τη δημοπράτηση, λόγω πλημμελειών της οριστικής μελέτης, καθώς προετοιμαζόταν τρία χρόνια με συνεχείς μεταβολές στο αντικείμενο, λόγω κλοπών, δολιοφθορών, αλλά και λόγω αδυναμίας των Υπηρεσιών του ΟΣΕ και της ΕΡΓΟΣΕ να ελέγξουν λεπτομερώς τα 600 χιλιόμετρα του δικτύου και κυρίως, να διαπιστώσουν την πλήρη λειτουργικότητα του εξοπλισμού που ήταν πάνω στη γραμμή».
Ωστόσο, σημείωσε ο κ. Χρυσοχοΐδης, η σύμβαση είχε πρόνοιες. Συγκεκριμένα, «στα συμβατικά κείμενα οριζόταν σαφώς, ότι τυχόν εξοπλισμός ή εργασίες που καθίστανται αναγκαίες για την πλήρη κανονική λειτουργία της σηματοδότησης και της τηλεδιοίκησης που δεν περιγράφονται στη σύμβαση, ή προκύπτουν κατά την πορεία του έργου, θα παρασχεθούν από τον ανάδοχο χωρίς επιπρόσθετη αμοιβή. Ήταν πολύ καθαρή η σύμβαση».
Επισήμανε πως «το πρώτο εύρημα της Αρχής Διαφάνειας είναι ότι η ΕΡΓΟΣΕ δεν μερίμνησε για την εμπρόθεσμη επανυποβολή ορισμένων μελετών, καθώς και για την εμπρόθεσμη έγκρισή τους. Δεύτερο εύρημα είναι η αδυναμία ανάταξης συσκευών τηλεμετρίας, λόγω διακοπής παραγωγής από τις κατασκευάστριες εταιρείες. Τα τεύχη δημοπράτησης λοιπόν, προέβλεπαν και όριζαν σαφώς, ότι ο ανάδοχος όφειλε να εγκαταστήσει στη γραμμή εξοπλισμούς πιστοποιημένους, σύμφωνα με τους πιο επίκαιρους κανονισμούς ασφαλείας. Για να μπορέσει να γίνει γρήγορα το έργο, είχε πρόνοιες και ρήτρες, ώστε ό,τι βρει ο ανάδοχος και είναι παλιό, δηλαδή αυτές τις συσκευές που δεν τις παρήγαγε η εταιρεία εδώ και πολλά χρόνια και ήταν ασύμβατο το υλικό και ξεπερασμένο, έπρεπε ο ίδιος και είχε υποχρέωση να το αντικαταστήσει με δικά του έξοδα. Αυτή ήταν υποχρέωσή του. Αναφερόταν ρητά αυτή η υποχρέωσή του στην σύμβαση. Δυστυχώς δεν συνέβησαν όλα αυτά για τα οποία αυτονοήτως η σύμβαση προέβλεπε ως υποχρεώσεις του αναδόχου, και εξ αυτού του λόγου όλα αυτά πήγαν πίσω».