Δυσκολεύτηκα αλλά κατάλαβα τον Αντόρνο: η άρνηση είναι και αυτή μια θεραπευτική οδηγία στο πλαίσιο μιας θρησκείας —εν προκειμένω της θρησκείας της Ιστορίας και της πολιτικής. Κατάλαβα επίσης ότι η κατάφαση, όταν δεν είναι υποταγή μοιάζει με πονηρή τεχνική κοινωνικής ανέλιξης.
Εξού και δεν αποφασίζω τίποτα εκ των προτέρων. Δεν μπορώ ούτε να αρνούμαι ούτε να καταφάσκω. Βρίσκομαι μετέωρος διότι «οι εν εξελίξει κόσμοι ανήκουν στους σαρκοβόρους ποιητές». Αλλά ο Ρενέ Σαρ εκτός από ποιητής υπήρξε και «καπετάνιος» στην Αντίσταση με το ψευδώνυμο «Αλέξανδρος». Εγώ, με το επώνυμό μου παρατηρώ τον εαυτό μου, ώστε να μην γίνω εργολάβος ιδεών ή προβοκάτορας του γλυκού νερού. Σκέφτομαι για παράδειγμα τη θέση μου στο Σύστημα, το δίκαιο ή το άδικο, όχι με όρους «ισχύος» ή «νομιμότητας» (ποιας;) αλλά με όρους μεθόδων που τις υποκινώ (νομίζω) με την αρθρογραφία. Ζητώ να αποφύγω τις πολιτικές αναλύσεις υποκαθιστώντας το ζήτημα της νομιμότητας με το ανοιχτό ερώτημα του πώς συγκροτείται η νομιμότητα, εξαρτημένη καθώς είναι από τη «νόμιμη βία» του κράτους, δηλαδή την κρατική εξουσία, για να μην πάμε πιο μακριά και από τον Μαξ Βέμπερ.
Προηγουμένως όμως διερωτώμαι για τη φύση της κρατικής εξουσίας ως φαινομένου κυριαρχίας ενός ατόμου πάνω σε άλλα. Μετά από όσα συνέβησαν στα Τέμπη, είναι δύσκολο να μη νιώθουμε ντροπή. Κι έχω ξαναγράψει, δεν είναι «η ντροπή του να είσαι άνθρωπος» για την οποία έγραψε ο Πρίμο Λέβι αναφερόμενος στο Άουσβιτς, αλλά η εκ των υστέρων ντροπή μπροστά στην εσκεμμένη ανικανότητα της κρατικής μέριμνας. Η εξουσία και η νομιμότητα, συμπεραίνω, είναι ό, τι κυκλοφορεί αμφίδρομα, έτσι ώστε να μην μπορεί να την ιδιοποιηθεί κανείς, ούτε ο Καραμανλής παραιτούμενος, ούτε ο Σπίρτζης επιτιθέμενος. Αλλά από τι και πού.
Ένα από τα αποτελέσματα λοιπόν αυτής της άρθρωσης (η αρθρίτιδα) είναι η ασθένεια του Συστήματος στο σύνολό του. Υπ’ αυτή την έννοια οι εκλογές μετά το Πάσχα και πριν υποθέτω, του Αγίου Δημητρίου (τροπαιοφόρου) δεν πρόκειται να θεραπεύσουν ως Οsteoflex τις παραμορφώσεις.
Και επειδή «ο πλανώμενος σκύλος δεν φτάνει κατ’ ανάγκη στο δάσος» αρκούμαστε στη διάσταση της νομιμότητας και αφήνουμε για τους αλαφροΐσκιωτους το «άνομο» της ψυχής του κάθε ανθρώπου, που δεν θα έχει γιατρειά, μέσα σε αυτόν τον πολιτισμό και τη δυστυχία του. Συζητάμε για το τυπικό, για το αναγκαίο τυπικό, αλλά το εξίσου αναγκαίο ουσιαστικό δεν τολμούμε να το προσεγγίσουμε. Δίνουμε τον πρώτο λόγο στους συνταγματολόγους και όχι στους ποιητές. Αφήνουμε προφανώς για την τηλεόραση τα «σκουπίδια». Σκέφτομαι — απελεύθερος όπως ο Βαγγέλης Βενιζέλος— χωρίς ωστόσο να έχω περάσει από την πολιτική, να κατασκευάσω κι εγώ μέσα από την πανουργία της γλώσσας τον μετα-πολιτικό μου βιότοπο και προσκαλώ τα υπό προστασία σπάνια είδη να προσέλθουν. Ο Έβρος φυλάσσεται καλά, αυτό που δεν φυλάσσεται είναι η γαλήνη του βιοτόπου του.
Ο Ρολάν Μπαρτ στο εναρκτήριο Μάθημά του στο Κολλέγιο της Γαλλίας είχε την ίδια έγνοια. Είπε μπροστά στο αυστηρό κοινό του κορυφαίου θεσμού ότι «Η σημειολογία για την οποία μιλάω είναι ταυτόχρονα αρνητική και ενεργητική. Κάποιος, που τον ταλάνισε σ’ όλη του τη ζωή για το καλύτερο και για το χειρότερο τούτη η διαβολιά, η «γλώσσα», δεν μπορεί παρά να είναι γοητευμένος από τις μορφές του κενού της —που είναι το άκρως αντίθετο του κουφώματός της».
Να λοιπόν που και ο Μπαρτ κατέφυγε στην έννοια της άρνησης σημειώνοντας επί λέξει ότι: «Η σημειολογία που προτείνουμε εδώ είναι επομένως αρνητική — ή ακόμα καλύτερα, όσο κι αν ο όρος είναι στρυφνός, αποφατική: όχι γιατί αρνιέται το σημείο, αλλά γιατί αρνιέται πως είναι δυνατό να του αποδοθούν χαρακτηριστικά θετικά, πάγια, ανιστορικά, ασώματα. Κοντολογίς: επιστημονικά».
Αυτή η αποφατικότητα οδήγησε τον Μπαρτ σε δύο πορίσματα που αφορούν άμεσα ό,τι ονόμασε σημειολογία: «Το πρώτο είναι ότι η σημειολογία δεν μπορεί — αν και τα πάντα την προδιέθεταν γι’ αυτό, αφού είναι «γλώσσα» για τις «γλώσσες» —να είναι η ίδια μια μεταγλώσσα. Κι ακριβώς ενώ στοχάζεται πάνω στο σημείο, ανακαλύπτει πως κάθε σχέση εξωτερικότητας μιας «γλώσσας» προς μιαν άλλη γίνεται, με τον καιρό, αφόρητη: ο χρόνος φθείρει την εξ αποστάσεως εξουσία μου, την απονεκρώνει, κάνει τούτη την απόσταση μια σκλήρωση: δεν μπορώ να είμαι δια βίου έξω από τη «γλώσσα», χρησιμοποιώντας την σαν στόχο, και μέσα στη «γλώσσα» χρησιμοποιώντας τη σαν όπλο. Αν αληθεύει πως το θέμα της επιστήμης είναι εκείνο το θέμα που δεν εκτίθεται στη θέα, και πως τελικά αυτή η επίσχεση του θεάματος είναι που ονομάζουμε «μεταγλώσσα», τότε αυτό που οδηγούμαι να επωμιστώ, όταν μιλάω για σημεία με σημεία, είναι το ίδιο το θέαμα αυτής της αλλόκοτης σύμπτωσης, αυτού του παράξενου στραβισμού που με κάνει να μοιάζω με τους παίχτες «κινέζικων σκιών», όταν δείχνουν ταυτόχρονα τα χέρια τους και το κουνέλι, την πάπια και τον λύκο, των οποίων απομιμούνται τη σιλουέτα».
Δεν ξέρω αν συνεισφέρω με αυτό το εν προόδω μάθημα που παραδίδω και εγώ τέσσερις δεκαετίες urbi et orbi, στις εργασίες του Κύκλου ιδεών του Βαγγέλη Βενιζέλου. Ξέρω όμως ότι ο τρόπος για να ξεφύγει κανείς από το θλιβερό επίπεδο του πολιτικού λόγου και την αλαζονεία των πολιτικών είναι διαβάζοντας, να ταπεινωθεί.
Η ταπείνωση όμως δεν είναι μόνο οι νεκροί στα Τέμπη. Είναι αυτό που εισπράττουμε από τον άλλο, είτε εργοδότης είναι, είτε πρώην φίλος, είτε -και το χειρότερο- πρώην εαυτός.