Στις 17 Μαρτίου 1988, ο Νικόλας Άσιμος (Ασημόπουλος) εντοπίζεται νεκρός από μία φίλη του στο μικρό μαγαζί που είχε, με δίσκους, βιβλία και μικροαντικείμενα, στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια.
Είχε απαγχονιστεί.
‘Ηταν 39 ετών και σύμφωνα με τους ανθρώπους που τον έζησαν, η ψυχική του κατάσταση ήταν πια ιδιαίτερα εύθραυστη.
Η ψυχοφαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε είχε επηρεάσει την ικανότητα του να παίζει κιθάρα και ως εκ τούτου να γράφει μουσική, κάτι που, όπως φαίνεται, αποτέλεσε και το πιο δυσβάσταχτο για εκείνον βάρος.
Δίπλα του βρέθηκε ένα σύντομο σημείωμα:
«Eίχα προβλήματα, με τα νοσοκομεία δεν μπόρεσα να τα ξεπεράσω για να δουλέψω όπως πρώτα. Δεν έχω παράπονα από κανέναν».
Η πορεία του
Στην Αθήνα κατέβηκε, από τη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζε, το 1973 και ξεκίνησε μουσικοθεατρικές εμφανίσεις σε μπουάτ και καφεθέατρα.
Το 1975 κυκλοφόρησε τον δίσκο 45 στροφών Ρωμιός- Μηχανισμός που περιείχε δύο τραγούδια, ενώ το μοναδικό άλμπουμ που κυκλοφόρησε ο Άσιμος ήταν το «Ξαναπές, Ο», το 1982, στο οποίο συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Πνεύμα ελεύθερο, ανένταχτο και αντισυμβατικό, ο Νικόλας Άσιμος αρνήθηκε να συνεργαστεί με δισκογραφικές εταιρείες και προτίμησε να κυκλοφορεί τα τραγούδια του μέσα από κασέτες που ηχογραφούσε και πουλούσε ο ίδιος στους δρόμους της Αθήνας.
Τα τραγούδια που έγραψε έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση και ο Άσιμος, ασχέτως αν ο ίδιος δεν ήθελε να ανήκει πουθενά, ανήκε στη νέα γενιά δημιουργών της δεκαετίας του ΄80.
Τον Μάιο του 1987, «ΤΟ ΒΗΜΑ» και ο Μανόλης Σαββίδης απευθύνθηκαν στους «νέους δημιούργους» και τους κάλεσαν να μιλήσουν για τον σύγχρονο στίχο και την αρνητκή κριτική που δέχονταν τότε από δημιουργούς της παλαιότερης γενιάς.
Απάντησαν οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Νίκος Ζιώγαλας, Αφροδίτη Μάνου, Νίκος Πορτοκάλογλου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Αντώνης Μιτζέλος, Σάκης Μπουλάς, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Νικόλας Άσιμος.
Ο Άσιμος, όπως έκανε πάντοτε, εξέφρασε αυτό ακριβώς που σκεφτόταν όπως ακριβώς το σκεφτόταν:
«Εγώ είμαι αναγκασμένος να συμπιέζω τον χρόνο. Μιλάω με παραβολές, γιατί δεν μπορώ να αναπνέω τους ανθρώπους από γύρω μου.
»Είμαι ο Άγγελος του Κόσμου και είμαι σταλμένος εδώ για να ελευθερώσω. Έλυσα τον Γόρδιο Δεσμό με την ψυχή μου και όχι με το σπαθί μου. Όταν γράφω τραγούδια, δεν αναφέρομαι σε άντρες ή γυναίκες. Δεν έχω τέτοια κόμπλεξ.
»Δεν είμαι με την αγάπη, είμαι με την ελευθερία, την αρετή και την τόλμη. Η αγάπη είναι μπάσταρδο κόλπο, γιατί αγαπώ για σας όλους σημαίνει κατέχω.
»Όλο το ροκ στην Ελλάδα είναι πουλημένο στον Νίκο τον Μαστοράκη και δεν ξέρω ‘γω ποιους άλλους, που επί δικτατορίας που εμείς τρώγαμε ξύλο όλοι αυτοί δεν ξέραν που παν τα τέσσερα.
»Δεν έχει θέση. Οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα δεν έχουν καν προβληματιστεί για το θέμα η τέχνη για την τέχνη ή η τέχνη για τον άνθρωπο.
»Τον δικό μου στίχο, πρώτα πρώτα ν’ ανιχνεύσουν όλα τα Αρχαία τα σημάδια για να μπορέσουνε να ερμηνεύσουνε το τι λέω. Υπάρχει ένα κύκλωμα, ό,τι γενναιόψυχο υπάρχει εδώ να το απαγορεύει. Δεν είμαι με κανέναν, κάνω βόλτα.
»Τις στρεβλές τις γυναίκες θα τις αλυσοδέσω σε παλούκια, τους στρεβλούς άνδρες θα τους αλυσοδέσω σε παλούκια στο Άγιον Όρος και θα βάλω τον γίγαντα της φυλής των Ποντίων που το παίζει Οδυσσέας ο μπαγαπόντης, στη μέση να τους διδάσκει χιούμορ.
»Αλλά δεν θα πάρει φράγκο».
Το παπάκι
Ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Άσιμου είναι Το παπάκι, που το έγραψε ως νανούρισμά για την κόρη του.
Η ηχογράφηση του τραγουδιού για τον δίσκο «Ξαναπές, Ο» κρύβει πίσω της ένα μαγικό παρασκήνιο, στο οποίο έχουν αναφερθεί ο Λάμπρος Παπαευθυμίου και το 3pointmagazine.gr.
«Άσιμος και Αλεξίου έκαναν πρόβα στο στούντιο οι δυο τους, υπό τις “οδηγίες” του ενορχηστρωτή του πρώτου, Θανάση Μπίκου. Ο ηχολήπτης Γιάννης Παπαϊωάννου ηχογραφούσε, καθ’ υπόδειξη του Ηλία Μπενέτου, διευθυντή της ΜΙΝΩΣ.
»Στο μέσον της πρόβας ο Άσιμος σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα του στούντιο και μπήκε μέσα. Προσπάθησε να συνδέσει και να φορέσει ένα ζευγάρι ακουστικά, απέτυχε πλήρως, οπότε αρκέστηκε στο να περιφέρεται γύρω από την Αλεξίου.
»Ο ήχος όμως που έφτανε στα αυτιά της ερμηνεύτριας είχε μια διαφορά από αυτόν που άκουγε ο Άσιμος, έτσι μόλις άκουσε την κιθάρα του Μπίκου ξεκίνησε να τραγουδά μαζί της, στο δικό του όμως τέμπο, χωρίς καν να πλησιάζει το μικρόφωνο.
»Όπως ανέφερε σε μια συνέντευξη του ο Μπενέτος: “Φαντάσου την Αλεξίου να απέχει απέχει από το μικρόφωνο 20 – 30 εκατοστά, να μεσολαβεί το σώμα της και ακόμη πιο πίσω, ή στο πλάι της, τον Άσιμο. Στο δεύτερο μέρος του τραγουδιού η φωνή του αλλού υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει. Αυτό κρατήθηκε στο δίσκο”
O Γιώργος Αλλαμάνης στο βιβλίο του για τον Άσιμο «Δίχως καβάτζα καμιά – Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου» γράφει:
«Πράγματι, ενώ το Παπάκι διαρκεί 3 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα, ο Άσιμος αρχίζει να τραγουδάει μόλις 1 λεπτό και 17 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος. Μετά ο Θανάσης Μπίκος πρόσθεσε σε κάποια από αυτές τις ηχογραφημένες πρόβες μόνο μια δεύτερη κιθάρα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα διαμάντι από κοφτερά συναισθήματα αγάπης και θανάτου, δουλεμένο με λέξεις απλές».