Μόλις 15 χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers, η πραγματική οικονομία απειλείται ξανά από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από την παραγωγή, δηλαδή, ενός πλούτου που ως άυλος και επιπλέον δέσμιος της ευμετάβλητης ψυχολογίας των αγορών εξαερώνεται στις ίδιες ακριβώς ιλιγγιώδεις ταχύτητες με τις οποίες δημιουργείται.
Η κρίση του 2008 ήταν για τη χώρα μας μια αντιστροφή της θεωρίας του χάους. Η καταιγίδα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού διέλυσε την ελληνική οικονομία, τα υποτιθέμενα «φτερά» της οποίας αποδείχθηκαν τόσο εύθραυστα όσο μιας πεταλούδας.
Τότε, περίσσευαν οι διαβεβαιώσεις πως η οικονομία μας είναι επαρκώς θωρακισμένη για να απορροφήσει τις επιπτώσεις της αμερικανικής κρίσης. Ανάλογες διαβεβαιώσεις δόθηκαν και προ ημερών από τον επικεφαλής του Eurogroup σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της.
Αν όμως ακόμη και μια τράπεζα στην Ελβετία, μια χώρα που μαζί με τα ρολόγια της και τις σοκολάτες της έκανε διεθνώς καριέρα και ως «θησαυροφυλάκιο του κόσμου», αποδεικνύεται γίγαντας με πήλινα πόδια, τότε μπορεί βάσιμα να υποθέσει κανείς πως το πρόβλημα είναι βαθιά συστημικό. Ο πλούτος που δημιουργείται, με πιο απλά λόγια, δεν είναι μόνο άυλος. Είναι και πιο σκοτεινός απ’ ό,τι ενδεχομένως θα έπρεπε.
Ετσι, η πραγματική οικονομία, οι πολιτικές ηγεσίες και οι οικονομικές αρχές βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με έναν γόρδιο δεσμό: Τι γίνεται με μια τράπεζα που είναι πολύ μεγάλη και για να καταρρεύσει αλλά και για να σωθεί;
Το μέγεθος είναι τέτοιο που η απάντηση δεν εξαρτάται μόνο από τους Ελβετούς. Πολύ περισσότερο, δεν εξαρτάται ούτε η θωράκιση. Ελπίζει μόνο κανείς η Ευρώπη να έχει πάρει στο μεταξύ το μάθημά της.