Μία νέα μάχη για το ύψος των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ ξεκινά στην Φρανκφούρτη, στον απόηχο των τελευταίων εξελίξεων στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά την κατάρρευση των Silicon Valley Bank – Signature Bank και της επιδείνωσης του κλίματος στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, λόγω ανησυχιών για την υγεία της ελβετικής Credit Suisse και τις αντοχές άλλων αδύναμων ιδρυμάτων σε Γαλλία – Ιταλία.
Από τη μία πλευρά τα «γεράκια» στο ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα επιζητήσουν την περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, την οποία θεωρούν απαραίτητη για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και από την άλλη τα «περιστέρια» θα διεκδικήσουν τη σταθεροποίηση των επιτοκίων, με επίκληση των κινδύνων από μία υπέρμετρη ανόδο στο κόστος του χρήματος.
Η χθεσινή βουτιά των τραπεζικών μετοχών ενισχύει τη θέση των τελευταίων, οι οποίοι θεωρούν ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί το λάθος της ΕΚΤ που τον Ιούλιο του 2008, λίγο πριν την χρεοκοπία της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αύξησε τα επιτόκια.
Σύμφωνα με κορυφαία τραπεζική πηγή, η αναπροσαρμογή του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 50 μονάδες βάσης στο 3,50% στη σημερινή συνεδρίαση της Ευρωτράπεζας δύσκολα θα αποφευχθεί.
Το μεγάλο στοίχημα κατά τον ίδιο είναι αυτή η κίνηση να είναι η τελευταία. Θεωρεί δε πως οι τιμές στην ευρωζώνη θα συνεχίσουν να υποχωρούν τους επόμενους μήνες, ενισχύοντας την επιχειρηματολογία των κεντρικών τραπεζιτών που τάσσονται υπέρ των ηπιότερων παρεμβάσεων.
Εξάλλου, προσθέτει πως στην τρέχουσα συγκυρία οι ελληνικές τράπεζες είναι απολύτως θωρακισμένες, με δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια, πλεονάζουσα ρευστότητα, εξυγιασμένους ισολογισμούς και ισχυρές προοπτικές για την κερδοφορία τους.
Το καλό σενάριο
Μέχρι την περασμένη Παρασκευή, οι περισσότεροι οικονομολόγοι διέβλεπαν βέβαιη ενίσχυση των ευρωπαϊκών δεικτών κατά 100 μονάδες βάσης ως το καλοκαίρι, ενώ δεν απέκλειαν μεγαλύτερου εύρους κινήσεις από την ΕΚΤ.
Αναμφίβολα το σενάριο να μπει φρένο στην κούρσα των επιτοκίων θα λειτουργήσει θετικά για την ελληνική οικονομία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα:
– Θα σταματήσει η άνοδος του κόστους για τους δανειολήπτες με προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου, οι οποίοι από τον περασμένο Σεπτέμβριο βλέπουν κάθε μήνα τις μηνιαίες δόσεις τους να αυξάνονται
– Θα διατηρηθεί σε λογικά επίπεδα το αντίστοιχο κόστος στις νέες χρηματοδοτήσεις, γεγονός που θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στη ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό
– Σε συνδυασμό με την πιθανή πλέον επιστροφή της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου θα διαμορφωθούν σε βιώσιμα επίπεδα
Οι επιπτώσεις στις τράπεζες
Από την άλλη πλευρά, για τις τράπεζες η διατήρηση του επιτοκίου του ευρώ στο 3,50% ή σε λίγο υψηλότερα επίπεδα επιτρέπει την απρόσκοπτη εκτέλεση των επιχειρησιακών τους σχεδιασμών.
Από τη μία πλευρά θα επωφεληθούν από την άνοδο των καθαρών εσόδων από τόκους, η οποία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα επίπεδα του 15% – 20% σε σύγκριση με πέρυσι.
Θα διευκολυνθεί δε το πλάνο τους για διατήρηση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης σε υψηλά επίπεδα, καθώς θα είναι σε θέση να προσφέρουν ελκυστικά δανειακά προγράμματα.
Από την άλλη, θα περιοριστεί ο αντίκτυπος στην ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και το κόστος αντιμετώπισης αρρυθμιών στις αποπληρωμές.
Παράλληλα, θα σταματήσει η άνοδος των επιτοκίων στις καταθέσεις που πιέζει την οργανική τους κερδοφορία.
Όπως επισημαίνει αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο, οι στόχοι για την κερδοφορία της επόμενης τριετίας, όπως παρουσιάστηκαν από τις διοικήσεις των συστημικών ομίλων το προηγούμενο διάστημα, στηρίζονται στην παραδοχή ότι τα επιτόκια θα σταματήσουν να ανεβαίνουν μέσα στο 2023.
Εξάλλου, σημειώνει, όταν το κόστος χρήματος ξεπεράσει ένα επίπεδο, το όφελος στο επιτοκιακό εισόδημα περιορίζεται και την ίδια στιγμή αυξάνεται αισθητά ο πιστωτικός κίνδυνος.