Ως υποψήφιος, ο Τζο Μπάιντεν είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους που ανησυχούσαν για την υπερθέρμανση του πλανήτη «Όχι άλλες γεωτρήσεις σε ομοσπονδιακά εδάφη». Τη Δευτέρα, ως πρόεδρος, ο Μπάιντεν ενέκρινε ένα τεράστιο σχέδιο 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εξόρυξη 600 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου από παρθένα ομοσπονδιακή γη στην Αλάσκα.
Η απόσταση μεταξύ της προεκλογικής δέσμευσης του Μπάιντεν και της συγκατάθεσής του σε αυτό το σχέδιο, γνωστό ως «Willow», εξηγείται από τη παγκόσμια ενεργειακή κρίση, την έντονη πίεση από νομοθέτες της Αλάσκας (συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού βουλευτή των Δημοκρατικών της πολιτείας), την επερχόμενη εκλογική χρονιά και το περίπλοκο νομικό τοπίο, που οι δικηγόροι της κυβέρνησης είπαν πως άφησε λίγες επιλογές στον Μπάιντεν.
Η γερουσιαστής Λίζα Μαρκόφσκι, Ρεπουμπλικανή από την Αλάσκα και ένας από τους κύριους υποστηρικτές του Willow, το οποίο προβλέπεται να δημιουργήσει 2.500 θέσεις εργασίας και εκατομμύρια έσοδα για την πολιτεία της, είπε ότι ο πρόεδρος ήθελε να αντιταχθεί σε αυτό και «χρειαζόταν πραγματικά να μεταπειστεί».
Ο Μπάιντεν γνώριζε πολύ καλά την προεκλογική του υπόσχεση, σύμφωνα με πολλούς αξιωματούχους της κυβέρνησης. Οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές είχαν επίσης προειδοποιήσει ανοιχτά ότι το κλιματικό ρεκόρ του Μπάιντεν, το οποίο περιλαμβάνει επενδύσεις ορόσημο στην καθαρή ενέργεια, θα υπονομευόταν εάν ενέκρινε το Willow, και ότι οι νεαροί ψηφοφόροι θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του.
Οι New York Times εξηγούν πως η έγκριση του έργου Willow σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην προσέγγιση της διοίκησης για την ανάπτυξη ορυκτών καυσίμων. Μέχρι αυτό το σημείο, τα δικαστήρια και το Κογκρέσο είχαν αναγκάσει τον Μπάιντεν να υπογράψει ορισμένες περιορισμένες μισθώσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το Willow θα ήταν ένα από τα λίγα έργα πετρελαίου που ο Μπάιντεν ενέκρινε ελεύθερα, χωρίς δικαστική απόφαση ή εντολή του Κογκρέσου.
Και έρχεται καθώς ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει προειδοποιήσει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να σταματήσουν να εγκρίνουν νέα έργα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, για να αποφευχθούν οι πιο καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο τελικά, η αμερικανική διοίκηση κατέληξε ότι δεν ήθελε να πολεμήσει την ConocoPhillips, την εταιρεία πίσω από το έργο Willow.
Η ConocoPhillips μισθώνει την τοποθεσία που θα γίνει η γεώτρηση για περισσότερες από δύο δεκαετίες και οι δικηγόροι της διοίκησης υποστήριξαν ότι η άρνηση άδειας θα προκαλέσει μια αγωγή που θα μπορούσε να κοστίσει στην κυβέρνηση έως και 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Η μίσθωση δεν δίνει στην Conoco το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει, αλλά μεταφέρει ορισμένα δικαιώματα», δήλωσε ο Τζον Λέσι, ο οποίος υπηρέτησε ως δικηγόρος του υπουργείου Εσωτερικών υπό τον Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. «Οπότε η διοίκηση έπρεπε να το λάβει αυτό υπόψη. Δεν θα έλεγα ότι τα χέρια τους ήταν δεμένα, αλλά οι επιλογές τους περιορίζονταν από τα δικαιώματα μίσθωσης».
Για να προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις, η κυβέρνηση Μπάιντεν ζήτησε παραχωρήσεις. Μείωσε το μέγεθος του έργου από πέντε τοποθεσίες γεώτρησης σε τρεις, ενώ ανακοίνωσε ότι θα θέσει νέα μέτρα προστασίας για έναν κοντινό παράκτιο υγρότοπο γνωστό ως λίμνη Teshekpuk. Αυτά τα μέτρα θα αποτελέσουν ουσιαστικά ένα «τείχος προστασίας» που θα εμπόδισει την επέκταση του έργου Willow, είπε η διοίκηση.
Η Earthjustice, μια περιβαλλοντική ομάδα, δήλωσε ότι θα υποβάλλει μήνυση για να σταματήσει το έργο την Τετάρτη και αναμένει ότι θα συμμετάσχουν και αρκετοί άλλοι οργανισμοί. Οι περιβαλλοντικές ομάδες υποστήριξαν ότι η διοίκηση διέθετε τη νομική εξουσία να αρνηθεί την άδεια στην ConocoPhillips και έπρεπε να το είχε κάνει, με βάση μια ομοσπονδιακή περιβαλλοντική ανασκόπηση που βρήκε «ουσιαστικές ανησυχίες» σχετικά με τον αντίκτυπο του έργου στο κλίμα, τον κίνδυνο που ενέχει για τις πηγές γλυκού νερού και τον τρόπο που απειλεί αποδημητικά πτηνά, καριμπού, φάλαινες και άλλα ζώα που κατοικούν στην περιοχή.
Το έργο Willow θα κατασκευαστεί στη μεγαλύτερη έκταση μη ανεπτυγμένης γης της χώρας, περίπου 200 μίλια βόρεια του Αρκτικού Κύκλου.
Ορισμένοι αναλυτές βέβαια, είπαν ότι η απόφαση του Μπάιντεν θα μπορούσε τελικά να τον βοηθήσει με μετριοπαθείς και ανεξάρτητους, δεδομένων των αυξημένων τιμών του φυσικού αερίου εν μέσω ενεργειακής κρίσης που δημιουργήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και των Ρεπουμπλικανικών επιθέσεων ότι οι δημοκρατικές κλιματικές πολιτικές θέτουν σε κίνδυνο την αμερικανική ενεργειακή ανεξαρτησία και οικονομία.